Κάποτε πλησίαζε η πανήγυρη της Καλύβης του και ρώτησε τον Πνευματικό αν επιτρέπη να βάλη λάδι στην τράπεζα, γιατί η εορτή συνέπεσε ημέρα Τετάρτη. Του απάντησε: «Οι ασκητές πάντοτε νηστεύουν. Δεν κάνουν διάκριση αν είναι πανήγυρη», και έτσι έφαγαν αλάδωτο φαγητό στην πανηγυρική τράπεζα.
Ο υποτακτικός του γερω-Καλλινίκου συχνά μετέβαινε στην Δάφνη για να μεταφέρη την αλληλογραφία του Γέροντός του. Χρειαζόταν συχνά να κάνη την ακολουθία με κομποσχοίνι στον δρόμο. Είχε όμως λογισμούς, αν πιάνεται αυτή η ακολουθία. Ρώτησαν τον Πνευματικό τους παπα-Γρηγόρη ο οποίος με πρακτικό τρόπο ρώτησε τον υποτακτικό:
– Αν εύρισκες στον δρόμο για την Δάφνη ένα πορτοφόλι και το έπαιρνες, θα πιανόταν αυτό για κλοπή;
– Ε, βέβαια, απάντησε. Θα ήταν αμαρτία και θα έπρεπε να το εξομολογηθώ.
– Εφόσον αυτό το κακό πράγμα που έκανες καθ’ οδόν, πιάνεται ως κακό και σε βλάπτει, η ακολουθία που κάνεις στο δρόμο με το κομποσχοίνι δεν πιάνεται; Βεβαίως και πιάνεται και να μην έχης λογισμούς.
Πράγματι με την απάντηση του Πνευματικού αναπαύθηκε ο υποτακτικός και έφυγαν οι λογισμοί που τον ταλαιπωρούσαν.
Ήρθε κάποτε ένας φοβερός ληστής, ο καπετάν-Γιωργάκης, στων Ιβήρων. Ήθελε να κοινωνήση, αλλοιώς απειλούσε να κάψη το Μοναστήρι. Οι πατέρες βρέθηκαν σε αμηχανία και κάλεσαν τον παπα-Γρηγόρη. Με τον τρόπο του και την χάρη που είχε, τον ειρήνευσε, τον συμβούλευσε και ακολουθώντας τις συμβουλές του εξωμολογήθηκε πρώτα, νήστευσε, ύστερα κοινώνησε και πλέον άλλαξε τρόπο ζωής.
Ο παπα-Γρηγόρης πήγε κάποτε στο παζάρι στις Καρυές για να πωλήση το εργόχειρό του. Το άφησε μπροστά του, κατέβασε τον σκούφο του και σκύβοντας το κεφάλι του έλεγε την ευχή. Περνούσε τότε από κει ο εξόριστος Πατριάρχης Ιωακείμ ο Γ’. Είδε τον Γέροντα στο υπόστεγο του Κοιμητηρίου να κρατά το κομποσχοίνι του και να έχη προσηλωμένο το βλέμμα του κάτω. Του έκανε εντύπωση και ρώτησε να μάθη ποιος είναι. Χάρηκε που έμαθε ότι ήταν ο φημισμένος Πνευματικός παπα-Γρηγόρης. Τον πλησίασε και του είπε:
– Εσύ, πάτερ, δεν διαλαλείς το εργόχειρό σου; Κοίταξε γύρω σου να βρης κανέναν πελάτη να το πωλήσης.
– Όποιος έχει ανάγκη, Παναγιώτατε, από το εργόχειρό μου, μπορεί να το δη και να το πάρη. Δεν χρειάζεται να ψάχνω, απάντησε χωρίς να κοιτάξη τον Πατριάρχη.
– Δεν ήρθα, Πνευματικέ μου, να σε πειράξω. Ήρθα να σου πω ότι κάποια μέρα θα έρθω να σε επισκεφθώ.
– Ευχαριστώ, αλλά μην κάνης τον κόπο, Παναγιώτατε, να έρθης, διότι το Καλύβι μου είναι πολύ μικρό και χαμηλό και δυστυχώς δεν χωράει Πατριάρχες.
– Ας είναι χαμηλό. Θα σκύψω και θα χωρέσω.
– Αν έσκυβες, δεν θα ήσουν τώρα εδώ εξόριστος. Θα ήσουν στην Πόλη, στον θρόνο σου, εννοώντας το αγέρωχο και το ασυμβίβαστο του μεγάλου αυτού Πατριάρχου.
Ο Πατριάρχης θαύμασε για την λακωνική και επιτυχημένη απάντηση του παπα-Γρηγόρη και η γνωριμία του μαζί του απετέλεσε σταθμό στην ζωή του. Πράγματι τον επισκέφθηκε στην Μικρά Αγία Άννα. Τον έκανε πνευματικό του και πήγαινε συχνά. Έλεγε ότι ο παπα-Γρηγόρης είναι ο στύλος της αρετής και του μοναχικού βίου. Του δώρησε μάλιστα λειτουργικά σκεύη, βιβλία Εκκλησιαστικά και είδη οικοκυριού, πιάτα, ποτήρια, φλυτζάνια. Όλα αυτά λόγω της ελλείψεως των άλλων Καλυβών, τα δανείζονταν οι πατέρες της περιοχής για τις πανηγύρεις τους.
Από το βιβλίο: Από την ασκητική και ησυχαστική Αγιορειτική παράδοση, Άγιον Όρος 2011, σελ. 37.