Την Τετάρτη θα βάλεις λίγο νεράκι και θα τα βράζεις, την Πέμπτη θα βάλεις λίγη ντοματούλα, την Παρασκευή λίγο αλατάκι και νερό, το Σάββατο θα βάλεις και λίγο χυλό από αλεύρι, και την Κυριακή άλλο φαγητό. Έτσι με ένα φαγητό περνάς όλη την εβδομάδα».
Κάποτε είχε χιονίσει και τον έβλεπε ο παπα-Διονύσιος από απέναντι να πηγαινοέρχεται ξυπόλυτος πάνω στο χιόνι. Ύστερα τον ρώτησε γιατί το έκανε αυτό, και του εκμυστηρεύτηκε ότι είχε σαρκικό πόλεμο και βγήκε ξυπόλυτος στο χιόνι για να πολεμήση την πύρωση.
Ο γερω-Πέτρος είχε χάρισμα να βλέπη πράγματα που θα συνέβαιναν μελλοντικά. Κάποια μέρα πήρε πληροφορία και πήγε στον τότε Γέροντα της Καλύβης του Αγίου Χαραλάμπους στη Νέα Σκήτη και του είπε: «Γέροντα, έρχεται ο λύκος να φάη το προβατάκι σου, το ξέρεις; Το καλογέρι σου δεν πάει καλά. Το παρακολουθείς; Πρόσεξέ το, γιατί θα φύγει και θα τα πετάξει».
Όντως το καλογέρι ήταν πνιγμένο στούς λογισμούς και σχεδίαζε να φύγη. Ο γερω-Πέτρος από την Μικρά Αγία Άννα το έβλεπε αλλά δυστυχώς παρά την προσπάθεια του Γέροντά του έφυγε στον κόσμο και παντρεύτηκε.
Ζούσε τελείως απερίσπαστα. Ανέβαινε τα καλοκαίρια στον Άθωνα με την πρόφαση να μαζεύη τσάι, αλλά στην πραγματικότητα ησύχαζε και επεδίδετο στη νοερά και αδιάλειπτη προσευχή, και στην θεωρία. Δεν είχε πολλές επικοινωνίες. Προσπαθούσε να ζη στην αφάνεια, γι’ αυτό δεν διασώζονται πολλά στοιχεία από την ζωή του. Αλλά, όπως λένε οι Άγιοι Πατέρες, αρκεί πολλές φορές και ένας λόγος, για να φανερώση όλη την πνευματική κατάσταση και την εσωτερική εργασία του μοναχού. Αν δοκιμάση κανείς ένα ρακοπότηρο κρασί καταλαβαίνει όλη την ποιότητα του κρασιού ενός μεγάλου βαρελιού. Και ο γερω-Πέτρος, απ’ τα λίγα στοιχεία που υπάρχουν, φαίνεται ότι ήταν προχωρημένος στην ευχή. Ήταν μοναχός της ευχής, της εσωτερικής εργασίας. Μοναχός βιαστής, πραγματικός ασκητής που συνδύαζε πράξη και θεωρία.
Όλοι οι πατέρες που τον γνώρισαν εκφράζονται γι’ αυτόν με τα καλύτερα λόγια. «Ήταν ο καλύτερος της περιοχής», «πραγματικός μοναχός», «αγιώτατο Γεροντάκι». Και ο γερω-Παΐσιος έλεγε ότι απ’ όσους ασκητές γνώρισε ο γερω-Πέτρος ήταν σε ανώτερα μέτρα, γι’ αυτό ήθελε να γίνη υποτακτικός του.
Ο παπα-Εφραίμ ο Κατουνακιώτης είχε πολλή ευλάβεια στον γερω-Πέτρο και είπε γι’ αυτόν: «Σου άφηνε μία γλυκύτητα μέσα σου, όταν τον συναντούσες και σε μιλούσε αυτός ο άνθρωπος. Ποτέ δεν φάνηκε σε αγρυπνίες και ποτέ δεν προξένησε σκάνδαλο. Μια ζωή στο Άγιον Όρος και να είναι ειρηνικός με όλους, μεγάλο κατόρθωμα».
Ο γερω-Πέτρος, όταν συναντούσε Πατέρες στον δρόμο, δεν έλεγε τον καθιερωμένο χαιρετισμό «ευλογείτε», αλλά το εξής βαθυστόχαστο: «Πατέρες, φεύγουμε» (δηλαδή πεθαίνουμε).
Είχε μεγάλη λεπτότητα. Απέφευγε να διανυκτερεύη σε Κελλιά, για να μην επιβαρύνη τους πατέρες, αλλά και για να μη χάνη ο ίδιος την ησυχία του και παραβαίνη το τυπικό του. Μια φορά ο γερω-Ιωακείμ ο Καρυώτης από την Βατοπεδινή Καλύβη της Αναλήψεως τον πίεσε να διανυκτερεύση στο Κελλί του, αλλά δε δέχθηκε. Ξεκίνησε με τα πόδια για την Δάφνη. Στον δρόμο νύχτωσε, άρχισε να βρέχη και διανυκτέρευσε σε μία κουφάλα καστανιάς.
Όταν προαισθάνθηκε ότι πλησιάζει η κοίμησή του, έφυγε από το Κελλάκι του στην Μικρά Αγία Άννα και πήγε στην μετάνοιά του, στον Άγιο Πέτρο, ν’ αφήση τα κόκκαλά του εκεί, όπου ξεκίνησε την καλογερική του. Έζησε εκεί μερικούς μήνες και εκοιμήθη το έτος 1958 την ημέρα της μνήμης του αγίου Πέτρου του Αθωνίτου του οποίου είχε το όνομα και προς τιμήν του οποίου ετιμάτο ο ναός της Καλύβης. Όταν εκοιμήθη, τα μόνα πράγματα που βρέθηκαν στο κελλί του ήταν λίγο παξιμάδι σ’ ένα καλάθι και μισό μπουκάλι λάδι για το καντήλι. Ούτε κρεββάτι ούτε στρώμα είχε.
Την ευχή του να έχουμε. Αμήν.
Από το βιβλίο: Από την ασκητική και ησυχαστική Αγιορειτική παράδοση, Άγιον Όρος 2011, σελ. 69.