Φλεγόταν κυριολεκτικά από τον πόθο της ησυχίας και της αδιάσπαστης θεοκοινωνίας αλλά η ευαίσθητη και γεμάτη αγάπη καρδιά του δεν του επέτρεπε να αφήνη απαρηγόρητους τους «κοπιώντας και πεφορτισμένους».
Έτσι προσπάθησε και επέτυχε με διάκριση να συνδυάση άριστα την διακονία προς τους ανθρώπους και την ησυχαστική ζωή. Η χαρισματική του διόραση, με την οποία διερευνούσε τις διαθέσεις αλλά και την σοβαρότητα των προβλημάτων των προσερχομένων −τις περισσότερες φορές και πριν ακόμη έλθη σε επαφή μαζί τους− και μερικά έκτακτα θεία γεγονότα, ήταν οι αλάνθαστοι ρυθμιστές της εν λόγω συμπεριφοράς του.
Σύμφωνα με μαρτυρία, κάποτε που ο π. Παΐσιος ήταν πολύ κουρασμένος, κτυπούσε επίμονα το καμπανάκι. Την ώρα που ετοιμαζόταν να ανοίξη, είδε τον μακαριστό Γέροντά του παπα-Τύχωνα έξω από τα σύρματα ευχαριστημένο να του λέη: «Χαίρομαι που δέχεσαι τον κόσμο». Το γεγονός αυτό συνετέλεσε ώστε να γείρη η πλάστιγγά του ακόμη περισσότερο προς την διακονία.
Συν τω χρόνω όμως ο αριθμός των επισκεπτών αυξήθηκε υπερβολικά· ξεπερνούσε τα όρια της αντοχής του. Έλεγε εξομολογητικά: «Δεν ορίζω τον εαυτό μου. Έχω γίνει πρόγραμμα των ανθρώπων. Παλαιά ο νους μου βυθιζόταν στην ευχή. Τωρα ζω τα προβλήματα των ανθρώπων. Πολλές φορές πετιέμαι στον ύπνο!»
Από την άλλη μεριά αντιλαμβανόταν την μεγάλη ανάγκη των περισσοτέρων τουλάχιστον προσκυνητών. Σχολίαζε σχετικά: «Μη νομίζετε ότι οι άνθρωποι έρχονται εδώ για να περνούν την ώρα τους. Έχουν προβλήματα μεγάλα. Και αυτό που με κάνει να συνεχίζω μια τέτοια κατάσταση είναι ότι βοηθούνται μερικές ψυχές. Εγώ, ας υποθέσουμε, ξεκίνησα για καλόγηρος, να ζήσω στην αφάνεια, αλλά ο κόσμος δεν με αφήνει. Ένας Γέροντας μου είπε: “Εσύ, γερω-Παΐσιε, έχεις κανόνα να δέχεσαι τον κόσμο και να τον αναπαύης”. Τωρα πώς θα κρίνει ο Θεός, δεν ξέρω».
Ο ίδιος φυσικά λαχταρούσε να μένη μόνος στην ησυχία και να προσεύχεται. Αισθανόταν ότι με αυτόν τον τρόπο προσφέρει περισσότερα και ουσιαστικώτερα στους αδελφούς του.
Γι’ αυτό, όταν είδε ότι οι επισκέπτες διαρκώς αυξάνονταν, αναγκάστηκε να λάβη ωρισμένα μέτρα: Για αρκετές ώρες την ημέρα, το μεν καλοκαίρι εξαφανιζόταν στο δάσος, τον δε χειμώνα κλεινόταν στο κελλί του. Κυρίως διάβαζε το Ψαλτήρι, προσευχόμενος για συγκεκριμένες κατηγορίες πονεμένων ανθρώπων. Υπήρχαν ασφαλώς και εξαιρέσεις, που χαλούσε το τυπικό του, όταν “επληροφορείτο” για κάποια σοβαρή και επείγουσα περίπτωση.
Είπε ο Γέροντας: «Μερικές φορές την ώρα που κάνω προσευχή χτυπά το καμπανάκι. Κοιτάζω από το παράθυρο και βλέπω κάποιον που έχει μεγάλη στενοχώρια. (Όταν δω τον άνθρωπο καταλαβαίνω πολλές φορές και την κατάστασή του). Και έτσι ανοίγω σ’ αυτόν τον άνθρωπο και μαζί του τρέχουν και μπαίνουν τέσσερις-πέντε άλλοι που ήρθαν για παραθέριση στο Άγιον Όρος. Και μέχρι να ξεμπλέξω με όλους αυτούς, κουράζομαι τόσο πολύ που πέφτω στο κρεββάτι μου σαν πεθαμένος. Το ίδιο και στον Εσπερινό. Άμα δω κάποιον δυστυχισμένο του ανοίγω, γιατί τον λυπάμαι. Και μετά πάει και ο Εσπερινός. Τότε πάνε και τα πνευματικά, πάει και το πρόγραμμα. Αλλά εγώ δεν το ήθελα. Άνοιξα να βοηθήσω έναν πονεμένο και με πήραν σβάρνα και οι άλλοι και άντε να ξεμπλέξω. Αν όμως το έκανα αυτό για να ξεσκάσω, ας πούμε, τότε απέναντι του Θεού δεν είμαι εντάξει».
Σκεφτόταν ακόμη και ριζικώτερη λύση: Μετάβαση, τουλάχιστον για αρκετό χρονικό διάστημα, σε ησυχαστικό μέρος, έστω και εκτός Αγίου Όρους. Δέχθηκε προτάσεις για ήσυχο και άγνωστο τόπο ακόμη και στο εξωτερικό (Αμερική).
Αλλ’ απότομα έγινε εμφανής αλλαγή στην στάση του. Διέκοψε τελείως και για πάντα τις αγαπημένες εξόδους του στο δάσος και περιώρισε τις ώρες εγκλεισμού του. Όταν με απορία ρωτήθηκε σχετικά, απάντησε με αινιγματικό τρόπο αναφέροντας την φράση του προφήτου Ησαΐου: «Παρακαλείτε, παρακαλείτε τον λαόν μου, λέγει ο Θεός» (Ησ. 40:1), αφήνοντας να εννοηθή ότι έλαβε αυτή την εντολή. Υπάρχει και μία μαρτυρία κατά την οποία του εμφανίσθηκε η Παναγία και του είπε: «Η δική μου η δουλειά είναι να φυλάω τα σύνορά σας, και το κάνω. Έτσι και συ, να δέχεσαι τον κόσμο ανεξαιρέτως, γιατί έχουν ανάγκη». Ο Γέροντας ταπεινά υπάκουσε στην Παναγία και έλαβε με εντολή της το διακόνημα της παρηγορίας των πονεμένων.
Παρ’ ότι όμως τους δεχόταν όλους, ο κόσμος δεν τον αλλοίωσε, δεν τον εκκοσμίκευσε. Αντίθετα ο Γέροντας με την χάρι του Θεού μεταμόρφωνε τους ανθρώπους. Διότι όχι μόνον θυσιαζόταν προσφέροντας στους ανθρώπους, αλλά και ο ίδιος «προέκοπτε» και ανέβαινε πνευματικά «εκ δυνάμεως πρακτικής εις δύναμιν θεωρίας», και ζούσε μεγάλα υπερφυσικά γεγονότα. Με την ησυχαστική του πείρα αξιοποιούσε στην προσευχή τη νύκτα και όσες ώρες την ημέρα κατώρθωνε να είναι μόνος. Όταν ήταν μόνος, ανέφερε με την προσευχή τα αιτήματα των ανθρώπων στον Θεό, και όταν ήταν με τους ανθρώπους, κήρυττε Χριστόν. Ο Θεός και οι πονεμένοι άνθρωποι έγιναν τώρα οι δύο άξονες, γύρω από τους οποίους περιστρεφόταν όλη του η ζωή.
Από το βιβλίο: Ιερομονάχου Ισαάκ, ΒΙΟΣ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, Στ’ έκδοσις, Άγιον Όρος 2008, σελ. 290.