Μετά από τόσες δεκαετίες από τον θάνατό του, η παρουσία του είναι αισθητή στην αδελφότητα της μονής και οι μοναχές έχουν να διηγούνται θαυμαστά έργα από τη ζωή του, από τα οποία ακολουθούν μερικά, για να μας δείξουν την πνευματική μορφή του π. Δομετίου.
Κάποιο καλοκαίρι – μας διηγείται η ηγουμένη Ιεροσολύμα – είχε βρέξει πολύ και ο ποταμός, που είναι απέναντι από τη μονή μας, είχε σχεδόν πλημμυρίσει από θορυβώδη νερά. Δεν υπήρχε γέφυρα, παρά μόνο μία στενή ξύλινη κρεμαστή. Ήταν Κυριακή και, μετά τη θεία Λειτουργία, οι πιστοί που ήταν στη μονή για την Ακολουθία έπρεπε να γυρίσουν στα σπίτια τους. Στο τέλος ακολουθούσε και ο π. Δομέτιος φορώντας επιτραχήλιο και φαιλόνιο, διότι μετέφερε τα άχραντα Μυστήρια σ’ έναν ασθενή κάποιου εκεί χωριού.
Όταν έφτασαν σ’ αυτή την κρεμαστή γέφυρα, οι πιστοί περνούσαν ένας-ένας με προσοχή και με πολύ φόβο εξαιτίας του πλημμυρισμένου ποταμού. Αλλά, παρ’ όλη την προσοχή τους, μία γυναίκα γλίστρησε και έπεσε στον χειμαρρώδη ποταμό. Ποιος τώρα να πέσει μέσα να τη βγάλει; Χωρίς καθόλου να σκεφτεί ο π. Δομέτιος, ντυμένος όπως ήταν με τα ιερά άμφιά του, έδωσε σ’ ένα παιδάκι το άγιο Ποτήριο και πήδησε μέσα στον ποταμό. Έφτασε κοντά στη γυναίκα, την έπιασε και την έβγαλε στην απέναντι όχθη.
– Πώς πήδησες, πάτερ, σε τέτοια χειμαρρώδη νερά; τον ρώτησαν έκθαμβοι οι Χριστιανοί.
– Και πώς ν’ αφήσω να πνιγεί αυτή η Χριστιανή μας και μετά να μείνουν τα παιδιά της ορφανά; τους απάντησε…
Ήταν μια Παρασκευή, μας διηγείται η ηγουμένη. Την επομένη, ημέρα Σάββατο, έπρεπε να πληρώσουμε τους εργάτες που εργάζονταν για την ανακαίνιση των κτιρίων της μονής μας. Μας χρειαζόταν το ποσό των 5.100 λέϊ.
– Τι θα κάνουμε, πανοσιώτατε; τον ρωτούσα εγώ με δάκρυα και αγωνία. Αύριο είναι ημέρα πληρωμών και εμείς δεν έχουμε ούτε ένα λέϊ στο ταμείο της μονής μας.
– Γιατί είσαι άπιστη; μου απάντησε επιτιμητικά ο πατήρ. Η Μητέρα του Κυρίου, η οποία μας βοήθησε τόσες φορές, δεν θα μας αφήσει και τώρα.
Το Σάββατο το πρωί ο π. Δομέτιος πήγε στην αγορά στο γειτονικό χωριό για διάφορα ψώνια. Ενώ έφευγε, τον ρώτησα και πάλι με αγωνία:
– Τι θα κάνουμε, πανοσιώτατε; Σήμερα πρέπει να πληρώσουμε τους εργάτες μας.
– Πήγαινε στη Μητέρα του Κυρίου μας στην εκκλησία. Προσευχήσου με πίστη και αυτή δεν θα μας αφήσει…
Πήγα εγώ στην Εικόνα της, προσκύνησα – μας διηγείται η ηγουμένη –, κατόπιν πήγα στις δουλειές μου με βαριά την ψυχή μου. Το μεσημέρι, όταν ο π. Δομέτιος επέστρεψε στο μοναστήρι, ήλθα μπροστά του στενοχωρημένη.
– Προσκύνησες την Μητέρα του Κυρίου; με ρώτησε και ερχόταν προς το μέρος μου.
– Την προσκύνησα, του απάντησα εγώ με μισόκλειστα τα χείλη, αλλά η προσευχή μου είναι αδύνατη και δεν πρόκειται να γίνει τίποτε.
Ενώ συζητούσαμε στον δρόμο, μπροστά στο μοναστήρι και απέναντι από το ποτάμι, είδαμε ότι ένα μικρό αυτοκίνητο έμπαινε στην αυλή της μονής μας. Ο πατήρ μού είπε χαρούμενος:
– Τα χρήματα που χρειαζόμαστε έρχονται τώρα!
Από το αυτοκίνητο κατέβηκε μία κυρία και ήρθε προς το μέρος μας. Γνωριστήκαμε μεταξύ μας. Ήταν μία κυρία από το Βουκουρέστι, η οποία μας είπε τα εξής:
– Είχα μεγάλες δυσκολίες στην οικογένειά μου. Παρακάλεσα τον Θεό να με βοηθήσει, υποσχόμενη να δώσω ένα ποσό χρημάτων σε μια εκκλησία, αν θα λυτρωθώ από τα βάσανά μου. Ο καλός Θεός με βοήθησε και τα προβλήματά μου πήραν καλύτερη πορεία. Σκέφτηκα τότε το ποσό αυτό να το δώσω στο μοναστήρι Τσερνίκα (ανδρικό, 12 χιλιόμετρα έξω από το Βουκουρέστι). Τη νύκτα εκείνη όμως μου εμφανίστηκε στο όνειρο μία μεγαλόπρεπη Κυρία, ενδεδυμένη πολύ ωραία και μου είπε: «Όχι στη μονή Τσερνίκα, αλλά στο Ριμέτς να δώσεις τα χρήματα, διότι εκεί τα έχουν απόλυτη ανάγκη». Εγώ δεν είχα ακούσει γι’ αυτό το μοναστήρι μέχρι τώρα, αλλά ενδιαφέρθηκα να μάθω πού είναι και ήρθα για να εκπληρώσω την υπόσχεσή μου.
Κατόπιν έβγαλε ένα φάκελο και μου τον έδωσε λέγοντάς μας:
– Να τον ανοίξετε μετά την αναχώρησή μου.
Πήρα τον φάκελο και ευχαρίστησα την κυρία, η οποία ανέβηκε στο αυτοκίνητό της και ανεχώρησε. Άπλωσα το χέρι μου να δώσω τον φάκελο στον π. Δομέτιο, αλλά εκείνος δεν τον δέχθηκε και μου είπε:
– Πήγαινε να τον βάλεις μπροστά στην Εικόνα της Θεοτόκου, διότι αυτή μας έστειλε αυτά τα χρήματα.
Πήγαμε μαζί στην εκκλησία, έβαλα τον φάκελο στην Εικόνα μπροστά. Την προσκυνήσαμε και κατόπιν τον ανοίξαμε. Ήταν μέσα 5.000 λέϊ.
Με δάκρυα στα μάτια ευχαρίστησα την Κυρία Θεοτόκο για τη βοήθειά της. Τώρα είχαμε με τι να πληρώσουμε τους εργάτες μας. Μας χρειάζονταν ακόμη 100 λέϊ. Όμως μετά από λίγη ώρα ήρθε ένας Χριστιανός από κάποιο χωριό. Μας έδωσε ένα χαρτί με ονόματα για μνημόνευση και 100 λέϊ. Έτσι το απόγευμα είχαμε ήδη στα χέρια μας το ποσό που θέλαμε. Ο καλός Θεός και η Μητέρα Του Κυρία Θεοτόκος έκαναν το θαύμα τους με τη δυνατή πίστη του π. Δομετίου και τη βαθιά του ευλάβεια προς την Κυρία Θεοτόκο.
Από το βιβλίο: Γέροντος Πετρωνίου Τανάσε, Εικόνες πραότητος του Ορθοδόξου Ρουμανικού Μοναχισμού, Εκδόσεις “Ορθόδοξος Κυψέλη”, σελ. 21.