Dogma

Ο νηπιοβαπτισμός

Η καρποφορία των μυστηρίων προϋποθέτει την ανθρώπινη συγκατάθεση και συνεργασία. Σε αντίθετη περίπτωση η χάρη του Θεού παραμένει ατελέσφορη.

Το ίδιο βέβαια ισχύει και για την ένταξη του ανθρώπου στην Εκκλησία. Και αυτή, ενώ πραγματοποιείται με την χάρη του Θεού, προϋποθέτει και την ελεύθερη συγκατάθεση του ανθρώπου. Εδώ όμως ανακύπτει το πρόβλημα του νηπιοβαπτισμού που καθιερώθηκε ενωρίτατα και εφαρμόζεται σταθερά στην Εκκλησία. Πώς προεξοφλείται η συγκατάθεση των νηπίων που βαπτίζονται;

Ο νηπιοβαπτισμός δεν καθιερώθηκε εξαρχής στην Εκκλησία. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι ήταν και τελείως άγνωστος. Κατά τους πρώτους αιώνες το βάπτισμα γινόταν συνήθως σε ώριμη ηλικία. Η απόταξη της ειδωλολατρίας και η ένταξη στην Εκκλησία συνδέονταν με την ουσιαστική αλλά και την τυπική ωρίμανση των προσερχομένων. Ήδη όμως από τον δεύτερο αιώνα παρουσιάζονται περιπτώσεις ανηλίκων που βαπτίζονταν, ενώ από τον τρίτο αιώνα αναφέρονται και περιπτώσεις νηπιοβαπτισμών. Αλλά και κατά την εποχή των Αποστόλων δεν φαίνεται να αποκλείονταν οι νηπιοβαπτισμοί, ιδιαίτερα κατά τις προσελεύσεις ολόκληρων οικογενειών στην Εκκλησία (*). Τέλος, όταν ο Χριστιανισμός αναγνωρίστηκε ως επίσημη κρατική θρησκεία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και η συμμετοχή των πολιτών στην ζωή της Εκκλησίας θεωρήθηκε αυτονόητη, καθιερώθηκε ο νηπιοβαπτισμός.

Τα παιδιά ανατρέφονταν σε χριστιανικό περιβάλλον. Οι χριστιανοί γονείς, που δεν θα ήθελαν να φύγουν αυτά από την ζωή αβάπτιστα σε περίπτωση πρόωρου θανάτου, φρόντιζαν να τα βαπτίσουν από την νηπιακή τους ηλικία. Αλλά και η Εκκλησία αποδοκίμαζε την αναβολή του βαπτίσματος και συνιστούσε την βάπτιση των νηπίων. Άλλωστε το βάπτισμα δεν γίνεται μόνο για την άφεση των αμαρτιών του βαπτιζομένου, αλλά κυρίως για την ένταξή του στο σώμα του Χριστού και την μεταμόρφωσή του σε κατοικητήριο του Αγίου Πνεύματος. Την ευθύνη για την χριστιανική αγωγή του παιδιού αναλάμβανε ο ανάδοχος. Και οι γονείς όμως δεν περιορίζονταν στην φυσική μόνο συντήρηση του παιδιού, αλλά φρόντιζαν και για την πνευματική αναγέννηση και στήριξή του. Εξαρχής πάντως την ευθύνη για την κατήχηση και την χριστιανική αγωγή των βαπτιζομένων είχε αποκλειστικά ο επίσκοπος.

Ο νηπιοβαπτισμός προϋποθέτει την ελεύθερη συγκατάθεση του παιδιού, αλλά δεν την επιβάλλει. Αν το παιδί αρνηθεί την χριστιανική του ιδιότητα και θελήσει να την εγκαταλείψει, δεν θα δεσμευθεί να το πραγματοποιήσει. Δεν μπορεί όμως να παραθεωρηθεί ότι ο νηπιοβαπτισμός, παρά τα πλεονεκτήματά του, ευνοεί την συμβατικοποίηση της χριστιανικής συνειδήσεως, ιδιαίτερα μέσα στο κλίμα της σύγχρονης εκκοσμικευμένης κοινωνίας. Παλαιότερα η Εκκλησία επηρέαζε αποφασιστικά την κοινωνική ζωή. Τα παιδιά των Χριστιανών ανατρέφονταν σε κοινωνία που ευνοούσε ή τουλάχιστο δεν αμφισβητούσε την χριστιανική πίστη. Σήμερα η παρουσία της Εκκλησίας στην κοινωνική ζωή είναι εξασθενημένη και η ατμόσφαιρα της κοινωνίας είναι συχνά ξένη ή και αντίθετη προς την χριστιανική πίστη. Με τα δεδομένα αυτά η χριστιανική ανατροφή των παιδιών γίνεται πρόβλημα σοβαρό. Και το πρόβλημα αυτό οξύνεται περισσότερο με την αδιαφορία των αναδόχων, των γονέων ή και των ποιμένων της Εκκλησίας απέναντι στην μεγάλη ευθύνη τους. Έτσι θριαμβεύει το καθεστώς των κατά συνθήκη Χριστιανών, που ζουν χωρίς πραγματική σχέση ή ακόμα και με σαφή αντίθεση προς την πίστη τους.

Στην Δύση ακολουθείται διαφορετική τακτική. Ενώ διατηρείται ο νηπιοβαπτισμός, μετατίθεται η παροχή του Χρίσματος, όπως και της θείας Κοινωνίας, σε κάπως μεγαλύτερη ηλικία. Οι Ρωμαιοκαθολικοί παρέχουν το Χρίσμα και ακολούθως την πρώτη θεία Κοινωνία κατά το δέκατο περίπου έτος της ηλικίας. Εννοούν μάλιστα το Χρίσμα ως μυστήριο επικυρώσεως και στερεώσεως στην χριστιανική ζωή (Confirmation = επικύρωση). Παραπλήσια τακτική ακολουθούν και οι Προτεστάντες, χωρίς να δέχονται το Χρίσμα ως μυστήριο. Οι μεθοδεύσεις όμως αυτές δεν αντιμετωπίζουν κανένα ουσιαστικό πρόβλημα, ενώ δημιουργούν σοβαρή αταξία στην παροχή των μυστηρίων και οδηγούν σε αυθαίρετη ερμηνεία του νοήματός τους.

(*) Βλ. Πράξ. 16:15· 31-3· 18:8. Α’ Κορ. 1:16.

 

Από το βιβλίο: Γεωργίου Ι. Μαντζαρίδη, Χριστιανική Ηθική. Δεύτερος τόμος. Ι. Μ. Μ. Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2015, σελ. 115 (αποσπάσματα).