Ο ορισμός της «αγαπητικής» προσευχής
Του Δημητρίου Λυκούδη, θεολόγου
Η πραγματική αγάπη συνδέεται στενότατα πνευματικά με την προσευχή, γιατί ακριβώς επιτυγχάνεται η κάθαρση της καρδιάς, ο φωτισμός του νου και κατά συνέπεια «ἡ πνευματική παρθενία»[1].
Η προσευχή για όλη την κτίση ακόμα και για τους εχθρούς ενσαρκώνει στην πράξη την αγάπη, νοηματοδοτεί ουσιαστικά την παρουσία και ύπαρξη του ανθρώπου και χαριτώνει οντολογικά την ζωή του ως κοινωνία στην Θεία Αποκάλυψη.
Ο προσευχόμενος υπο αυτές τις προϋποθέσεις, μέσω της αγιοπνευματικής ενδυνάμωσης και συγκατάθεσης, δύναται να φθάσει στην πνευματική κατάσταση του «αὐτομίσους»[2].
Και όσο περισσότερο εντρυφά σ’αυτήν την “χαρά”, όσο περισσότερο αυξάνει το “αυτομίσος” τόσο περισσότερο θα ενσαρκώνεται η αγάπη ως “καρδιακός πόνος” και διακονίας προς τον συνάνθρωπο.
Παραπομπές:
[1] Βλάχου Ι., Το πολίτευμα του Σταυρού, σελ. 303.
[2] Πρβλ., Σαχάρωφ Σ., Ὀψόμεθα τόν Θεόν καθώς ἐστι, σελ. 221 – 233.