Ο όσιος Γεώργιος Καρσλίδης για τα καθήκοντα προς τους κεκοιμημένους
Μία ευλαβής γυναίκα ανέφερε ότι ο σύζυγός της ήταν στη Ρωσία και εκοιμήθη εκεί. Η ίδια όμως δεν γνώριζε τον θάνατό του. Ο όσιος Γεώργιος, με το χάρισμα της διοράσεως, που τον κοσμούσε ο Θεός, γνώριζε τον θάνατό του και μία ημέρα είπε στη σύζυγό του: «Μου χρωστάς τρεις πήχες σάβανο». Δεν της αποκάλυψε όμως τότε τον λόγο, για να μη τη λυπήσει.
Μετά από αρκετό καιρό, σε μία θεία λειτουργία, μνημόνευσε: «Μαρίας και των τέκνων». Δίχως να μνημονεύσει τον σύζυγό της. Όταν επέστρεψε στην οικία της συλλογίσθηκε· γιατί δεν μνημόνευσε και τον σύζυγό της, Σάββα. Όταν μετά μερικές ημέρες πήγε πάλι στο μοναστήρι και ήταν κι άλλοι παρόντες, ο όσιος με τρόπο της αποκάλυψε τον θάνατο του συζύγου της.
Μία γυναίκα από τις Κρηνίδες ανάφερε ότι ο πατέρας της είχε ένα χρέος προς μία εκκλησία και πέθανε χωρίς να προφθάσει να το ξεπληρώσει. Τα παιδιά του το γνώριζαν, αλλά δεν φρόντισαν να το εξοφλήσουν.
Όταν η σύζυγός του έκανε σαρανταλείτουργο στο μοναστήρι για ένα εξάδελφό της, που είχε πεθάνει, στις είκοσι ημέρες επισκέφθηκε τον όσιο Γεώργιο, ο οποίος της είπε: «Ο εξάδελφός σου είναι σωσμένος, αλλά δεν ρωτάς για τον σύζυγό σου. Έχει χρέος σε μία εκκλησία και δεν είναι αναπαυμένος». Το γεγονός αυτό είχε συμβεί τριάντα χρόνια από τον θάνατο του συζύγου της. Έπραξε μνημόσυνα και ό,τι άλλο έπρεπε, που της είπε ο όσιος, για την ανάπαυσή του.
Ένας κύριος, καταγόμενος από τη Μικρά Ασία, πήγε στο μοναστήρι να κάνει ένα μνημόσυνο στους γονείς του. Ήθελε να γράψει και το όνομα του νονού του, αλλά δεν το ήξερε. Όταν το είπε στον όσιο, του είπε να γράψει «Σάββας». Δεν το πολυπίστεψε όμως εκείνος.
Αφού εκοιμήθη ο όσιος, ύστερα από μερικά χρόνια, πήγε ο αδελφός του νονού του στη Σίψα και τον ζήτησε. Από αυτόν πληροφορήθηκε ότι το όνομα του νονού του ήταν πράγματι αυτό που του είχε πει ο όσιος.
Μία μητέρα είχε τρία παιδιά, τα οποία της πέθαναν σε μικρή ηλικία στη Ρωσία. Ο παππούς έλεγε πως τα παιδιά αυτά ήταν του παραδείσου (γιατί δεν είχαν αμαρτίες) και ότι δεν χρειάζονταν τίποτε (δηλαδή μνημόσυνα τριήμερα, εννιάμερα, σαράντα και λοιπά), γι’ αυτό και δεν έκαναν τίποτε από αυτά.
Όταν όμως ήλθαν στην Ελλάδα και πήγε η μητέρα στον όσιο Γεώργιο, της είπε: «Τα παιδιά σου κάθονται έξω από το τελωνείο και δεν έχουν εισιτήριο να μπουν μέσα, πρέπει να εκτελέσεις τα καθήκοντά τους». Εκείνη ευθύς πρόθυμα απάντησε: «Πάτερ, να ‘χω την ευχή σου. Ό,τι μου πεις θα το εκτελέσω». Έτσι έδωσε όλα τα απαραίτητα και τα τέλεσε ο ίδιος, όπως γνώριζε.
Ένα βράδυ είδε ο μικρός της γυιός ένα όνειρο. Άστραψε η κανδήλα και φωτίστηκε όλο το δωμάτιο. Κατοικούσαν τότε στη Φτελιά. Από εκεί πήγε με τα πόδια ο μικρός στον όσιο να πει τ’ όνειρό του. Ο όσιος του είπε: «Γιάβρουτσουμ’, είναι τ’ αδέλφια σου, που πήγανε στον προορισμό τους. Εκτελέσαμε τα καθήκοντά τους».
Από το βιβλίο: (†) Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Ο Όσιος Γεώργιος της Δράμας. Έκδοσις Ι. Μ. Αναλήψεως του Σωτήρος, Ταξιάρχες (Σίψα) Δράμα 2016, σελ. 82, 140, 146, 150 (αποσπάσματα).