Ο όσιος Γεώργιος Καρσλίδης ως λειτουργός
Ως λειτουργός ο όσιος Γεώργιος ήταν πάντοτε ακούραστος, σοβαρός, ιεροπρεπής κι ευλαβέστατος.
Σηκωνόταν μόνος του τη νύχτα, συνήθως τα μεσάνυχτα, για να προσευχηθεί και να προετοιμασθεί για την αναίμακτη θεία ιερουργία. Όταν ήταν καλά στην υγεία του, λειτουργούσε καθημερινά. Μπορούσε να τελεί και τέσσερα σαρανταλείτουργα τον χρόνο.
Στην αγία Προσκομιδή μνημόνευε στην ελληνική γλώσσα χιλιάδες ονόματα. Καθώς διηγείται έμπιστο και προσφιλές πνευματικό του τέκνο, του έλεγε να σημειώνει διάφορα ονόματα από τα μνημονευόμενα, ζώντων ή κεκοιμημένων, και στο τέλος καλούσε αυτούς που του τα είχαν δώσει, συγγενείς ή φίλους και τους μιλούσε ανάλογα. Αν επρόκειτο για ζώντες κι έπρεπε, τους ανέφερε διακριτικά περί των προβλημάτων που τους απασχολούσαν, προς ενίσχυση και διόρθωση. Αν επρόκειτο περί κοιμηθέντων τους ανέφερε με τρόπο για την κατάστασή τους. Αν δηλαδή είχαν φυσικό θάνατο, τους σκότωσαν, αυτοκτόνησαν ή είχαν αγαθό τέλος.
Τις αποκαλύψεις για τα πρόσωπα αυτά τις έλεγε μόνο από αγάπη για τις ψυχές τους, ώστε να φροντίσουν οι δικοί τους, για φρονηματισμό των ζώντων και για ανάπαυση των κεκοιμημένων δια θείων λειτουργιών, μνημοσύνων και ελεημοσυνών.
Για τη Θεία Λειτουργία χρησιμοποιούσε πρόσφορα που είχε ετοιμάσει μόνος του ή του είχαν φέρει γνωστές του ευλαβείς γυναίκες. Μπροστά στην αγία τράπεζα ήταν, θα λέγαμε, μία λαμπάδα αναμμένη. Ζούσε το μυστήριο, δεν βιαζόταν, ήταν πολύ προσεκτικός και γεμάτος δέος. Δεν μπορούσε κανείς να γνωρίζει τι ακριβώς συνέβαινε στα βάθη της καρδιάς του, αλλά η όλη στάση του φανέρωνε άνθρωπο εξαϋλωμένο, που βίωνε υψηλές και θαυμαστές καταστάσεις.
Πνευματικό του τέκνο γράφει: «… Ο Γέροντας δεν δεχόταν κανέναν στο ιερό και μόνος του έκανε όλες τις διακονίες. Όταν έβγαινε να λιβανίσει, βαστούσε στο αριστερό του χέρι ένα ραβδί σαν πατερίτσα και το κτυπούσε κάτω με τέτοιο τρόπο, που εμένα μ’ έπιανε φόβος. Η Θεία Λειτουργία ήταν τόσο κατανυκτική μέσα στην ησυχία της νύχτας, που σε μετέφερε σ’ ένα ουράνιο κόσμο. Πάντα μας έλεγε με ποιον άγιο συλλειτουργούσε· σ’ εκείνη τη Λειτουργία ήταν ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος. Μεγαλωμένος στη Ρωσία, είχα άγνοια και για πρώτη φορά άρχισα να γνωρίζω τα ονόματα των αγίων. Ο Γέροντας λειτουργούσε πάντα κατανυκτικά και έλεγε τα μισά ελληνικά και τα μισά γεωργιανά. Επειδή ήξερα λίγα γεωργιανά, γιατί πήγα σε Γεωργιανό σχολείο στη Ρωσία, η διάλεκτος και η μελωδία της γεωργιανής γλώσσας μ’ άρεσε πάρα πολύ. Ακόμη και τώρα, που σας γράφω, ζω αυτές τις στιγμές σαν όνειρο. Πώς μπορεί να ξεχάσει κανείς τον ιδρώτα στο ήρεμο και φωτεινό πρόσωπο του Γέροντα;»
Ευσεβής νέα ανέφερε ότι σε μία Θεία Λειτουργία ο όσιος μνημόνευε, ως συνήθως, στην αγία πρόθεση πολλά ονόματα ζώντων και κεκοιμημένων. Την ώρα εκείνη άκουγε λεπτές και άσχημες φωνές να επαναλαμβάνουν ειρωνικά τα ονόματα. Ρώτησε τη μητέρα της, αν άκουγε κι εκείνη τις φωνές αυτές, αλλά δεν τις άκουγε. Όταν η μητέρα ανέφερε το περιστατικό στον όσιο, εκείνος της αποκάλυψε ότι οι δαίμονες δημιουργούν θόρυβο και ταραχή, για να διακοπεί η μνημόνευση των ονομάτων και ν’ αφήσει το σαρανταλείτουργο, που είχε αρχίσει, υπέρ υγείας και υπέρ αναπαύσεως ψυχών. Οι δαίμονες ενοχλούνταν πολύ από τη μνημόνευση του οσίου.
Μία άλλη γυναίκα, μετά από μία θεία λειτουργία, είπε στον όσιο ότι τον είδε ως λειτουργό να λάμπει εκτυφλωτικά. Ο όσιος απάντησε σεμνά, ταπεινά και χαμηλόφωνα: «Είμαι άξιος να λάμψω; Ο Χριστός ήταν. Μπορεί η λάμψη του Χριστού να έπεφτε επάνω μου…»
Δεν ήταν λίγες οι φορές που συλλειτουργούσε με αγίους. Άπειρες οι σχετικές συγκινητικές διηγήσεις. Στην απόλυση συνήθιζε να μνημονεύει και τους συλλειτουργούς του, τους ουράνιους φίλους του, τους τακτικούς «μουσαφίρηδές» του. Η κατάνυξή του τότε ήταν αφάνταστα μεγάλη. Γινόταν σαν παιδί, από ενθουσιασμό και χαρά, έτρεμαν τα χέρια του, από δέος κι εσωτερικό συγκλονισμό, η φωνή του χαμήλωνε, η ταπείνωσή του συναγωνιζόταν τη σεμνότητά του.
Υπερβολικά ευλαβείτο και τιμούσε την Υπεραγία Θεοτόκο, την Πάναγνο Παναγία. Την επεκαλείτο συνεχώς μετά δακρύων. Η επικοινωνία του οσίου μετά του αόρατου πνευματικού κόσμου είναι από τις ωραιότερες σκηνές του οσίου βίου του. Η επαφή του με τους ήρωες της πίστεώς μας ήταν φιλική, ζωντανή και χαριτωμένη. Οι εξαίσιες αυτές συναντήσεις ήταν πυκνές κατά τις ιερές ώρες της θείας λατρείας και της αναίμακτης ιερουργίας.
Ένα πνευματικό τέκνο διηγείται: «Όταν ήρθε ο Γέροντας, ίσα-ίσα που στεκόταν όρθιος, γι’ αυτό είχε και το μπαστούνι. Όταν όμως λειτουργούσε, αν τον έβλεπες, πήγαινε πολύ ζωηρά και σταθερά. Θαρρείς και κάποιοι τον κρατούσαν – οι άγιοι ίσως».
Πνευματική του θυγατέρα αναφέρει: «Η Θεία Λειτουργία και η Θεία Μετάληψη για τον όσιο Γέροντα ήταν ό,τι το πιο κεντρικό και σημαντικό στη ζωή του. Από εκεί λάμβανε δύναμη για τη ζωή του, αλλά και για να ενισχύει τους άλλους στις πολλές και μεγάλες ανάγκες τους. Η θεία Ευχαριστία, η αγιοπνευματική χάρη, η συλλειτουργία και συνομιλία του με αγίους τον ενδυνάμωναν στο πλούσιο και ποικίλο έργο του, της ανορθώσεως ψυχών. Οι ιερές λειτουργικές αυτές ώρες τού ανανέωναν το φρόνημα, τον ανέπαυαν από την κόπωση της αγρυπνίας, της νηστείας, των δεήσεων και ασκήσεων. Έλεγε στα πνευματικά του τέκνα με πόνο και αγάπη: “Φροντίστε να δυναμώσετε την πίστη σας και κατά τη Θεία Λειτουργία να είστε απερίσπαστοι και προσηλωμένοι στα τελούμενα, για ν’ αξιώνεστε να βλέπετε τα μεγαλεία του Θεού… το Άγιον Πνεύμα κατερχόμενο στην αγία Τράπεζα…”».
Ο ρακένδυτος ιερομόναχος με το ξεθωριασμένο σκουφί και το μπαλωμένο ζωστικό, την ώρα της θείας ιερουργίας γίνοταν λαμπρός λειτουργός, ιεροπρεπής πρεσβύτερος, σεβάσμιος, ακέραιος και άψογος. Αγαπούσε την τάξη, την τήρηση του τυπικού, τη σεμνότητα και την ησυχία. Ήταν τακτικός στις ώρες των ιερών ακολουθιών καθημερινά. Συνήθως άρχιζε την ακολουθία τα μεσάνυχτα. Τους προσκυνητές όμως, που διανυκτέρευαν στον ξενώνα, έστελνε κάποιον και τους ξύπναγε αργότερα, για να είναι τις πρώτες ώρες πιο αφοσιωμένος και αμέριμνος στην προσευχή του. Έλεγε: «Τη νύχτα είναι ανοιχτοί οι ουρανοί και οι προσευχές μας εισακούονται».
Έλεγε συχνά ο άξιος λειτουργός του Υψίστου: «Να μη κάθεσθε την ώρα της Θείας Λειτουργίας. Ο νους σας να μη πετάει εδώ και εκεί. Όσο θα είσθε στην εκκλησία να το πάρετε απόφαση, να διαθέσετε όλο τον χρόνο στην προσευχή…». Σε μια απρόσεκτη εκκλησιαζόμενη γυναίκα είπε: «Στην εκκλησία τα ρούχα σου τα έβλεπα, μα εσένα δεν σε έβλεπα». Τότε αναγκάσθηκε εκείνη να παραδεχτεί: «Ο νους μου ήταν στις δουλειές του σπιτιού μου».
Από το βιβλίο: (†) Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Ο Όσιος Γεώργιος της Δράμας. Έκδοσις Ι. Μ. Αναλήψεως του Σωτήρος, Ταξιάρχες (Σίψα) Δράμα 2016, σελ. 79, 66, 82, 112 (αποσπάσματα).