Ο όσιος Γεώργιος, την τελευταία επίγεια εβδομάδα του, κάλεσε μία οικογένεια αγαπητή του να μείνει πλησίον του. Στο κελλί του είχε ένα μεγάλο σεντούκι με ωραία υφαντά, τραπεζομάνδηλα, σεντόνια και κουβέρτες. Μία ημέρα κρατούσε ένα μαντήλι γεμάτο αρκετά χαρτονομίσματα των εκατό δραχμών. Είπε στη σύζυγο: «Όχι, αυτά δεν είναι για σένα. Εσείς θα πλουτίσετε με άλλα πλούτη και άλλες ευλογίες…» Τα μοίρασε όλα στους αναγκεμένους. Το πρώτο βράδυ, που ήταν εκεί, ο σύζυγος είδε γύρω στα μεσάνυχτα, ν’ ανοίγει με θόρυβο μόνο του το παράθυρο. Δεν είδε ποιοι εισήλθαν, μόνο είδε τον όσιο να λάμπει και τότε τον έστειλε στο εκκλησάκι ν’ ανάψει το καντήλι και να θυμιάσει.
Όταν επέστρεψε, πήγε και κάθισε στα πόδια του οσίου. Δεν έβλεπε τίποτε, μόνο άκουγε μία συνομιλία, όχι ανθρώπινη, αλλά ουράνια. Άκουγε όπως κελαηδούν τα χελιδόνια, τέτοια τιτιβίσματα· αυτό κράτησε περίπου μισή ώρα. Μετά, το παράθυρο έκλεισε πάλι δυνατά και όλα ησύχασαν.
Την άλλη ημέρα το πρωί έβγαλε ένα μπόγο, που είχε όλα τα ρούχα της ταφής του. Ένα-ένα τα έδειχνε στον σύζυγο και του εξηγούσε το κάθε τι. Ενώ δεν ήταν ιδιαίτερα άρρωστος, μιλούσε για θάνατο. Έλεγε: «Θα πεθάνω. Να ‘ρθουν τρεις επίσκοποι. Κρατήστε με τρία μερόνυχτα και θα σας δείξω πολλά σημεία. Τρεις φορές να με γυρίσετε γύρω από το εκκλησάκι μου, πριν την ταφή και χωρίς φέρετρο να με βάλετε στον τάφο». Ήταν οι τελευταίες επιθυμίες του. Συνέχισε: «Εγώ ζήτησα τον θάνατό μου, γιατί κουράστηκα να βλέπω τις αμαρτίες. Για μένα είναι χαρά και αγαλλίαση εκεί που θα πάω, αλλά κλαίω που θα αποχωριστώ τα πρόβατά μου».
Άνοιγε κάποιες φορές το παράθυρο και μονολογούσε. Τότε και ο σύζυγος ειδοποιούσε μερικούς να έλθουν να πάρουν την ευχή του. Σε όλους έδινε ο όσιος πολλές θερμές, εγκάρδιες και ωραίες ευχές. Στρεφόμενος προς το ανδρόγυνο, που τον διακονούσε, είπε: «Εσύ να τιμάς τον άνδρα σου και συ τη γυναίκα σου». Στη σύζυγο είπε για τελευταία φορά: «Τα χείλη σου ποτέ να μη τα βάφεις. Τσάντα στην εκκλησία να μη κρατάς και μάλιστα στον ώμο». Δεν τους πέρναγε από το νου ότι θ’ αναχωρήσει από τη ζωή τόσο σύντομα.
Μία μητέρα με τους δύο γιους της, θυμούνται, πως πήγαν να δουν τον όσιο Γεώργιο, όταν ήταν άρρωστος τις τελευταίες ημέρες του. Ζήτησε κράνα να του πάνε και μόλις μπήκαν στο κελλί του, ψιθύρισε: «Αργήσατε, τώρα ο δρόμος για μένα είναι ανοιχτός… Φεύγω, δεν είμαι άλλο να καθίσω, θα φύγω…» Κοίταζε ψηλά, προς τον Προφήτη Ηλία, το εξωκκλήσι στο βουνό. Μετά από μία εβδομάδα ανεπαύθη.
Τρεις ημέρες προ της κοιμήσεώς του ο όσιος κάλεσε τον πρεσβύτερο Βασίλειο Κουβουκλιώτη από τη Δράμα να πάει μαζί με άλλους ιερείς, για να τελέσουν το μυστήριο του θείου και ιερού Ευχελαίου. Όπως ζήτησε έγινε. Στο τέλος του μυστηρίου ο όσιος ευχαριστημένος, ικανοποιημένος και συγκινημένος ασπάσθηκε τον π. Βασίλειο και τον αποχαιρέτησε: «Σε τρεις ημέρες θ’ αποθάνω…», του είπε.
Παραμονές της κοιμήσεώς του έστειλε ένα απόγευμα τη γερόντισσα Αργυρώ Διαμαντοπούλου, που επί χρόνια τον διακονούσε υπομονετικά, στην εκκλησία για ν’ ανάψει τα κανδήλια. Εκεί άκουσε ένα απότομο θόρυβο κι επέστρεψε κάπως φοβισμένη στον όσιο Γέροντα. Εκείνος, ως καλός γνώστης του γεγονότος, της χαμογέλασε διακριτικά και της είπε χαμηλόφωνα: «Ευλογημένη μάνα, ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος ήρθε να σ’ επισκεφτεί, να σου δώσει την ευλογία του, γιατί με υπηρέτησες ως παιδί σου. Ο άγιος Ιωάννης είναι ο προστάτης και οδηγός μου για την άλλη ζωή…».
Από ημέρες είχε παύσει να γεύεται τροφής. Ζούσε ουράνιες καταστάσεις. Δεν έπινε ούτε νερό. Ένα βράδυ είπε στη γερόντισσα Αργυρώ αποκαλυπτικά: «Οι ολονυχτίες των πνευματικών μου τέκνων παρατείνουν τη ζωή μου. Σύντομα θα φύγω…». Και όρισε την ακριβή ώρα της προς Κύριον εκδημίας του.
Μία κυρία από το Καλλίκαρπο Δράμας το 1956 πήγε στη Σίψα και παντρεύτηκε. Τότε γνώρισε τον όσιο Γέροντα και πήγαινε συχνά να τον συμβουλευθεί.
Μία εβδομάδα πριν την κοίμησή του, ο όσιος την κάλεσε και της είπε τι φαγητό να κάνει στην κηδεία του· φασολάδα και ποντιακή σούπα. Ήθελε, όλος ο κόσμος που πήγαινε, να φάει, να μη φύγει κανένας νηστικός.
Από το βιβλίο: (†) Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Ο Όσιος Γεώργιος της Δράμας. Έκδοσις Ι. Μ. Αναλήψεως του Σωτήρος, Ταξιάρχες (Σίψα) Δράμα 2016, σελ. 327, 334, 354 (αποσπάσματα).