Ως δια βίου ασκητής έτρεχε «ως ουκ αδήλως, ούτω πυκτεύων, ως ουκ αέρα δέρων, αλλ’ υποπιάζων το σώμα και δουλαγωγών, μήπως άλλοις κηρύξας, αυτός αδόκιμος γένηται», και κατ’ αυτό τον τρόπο, με τη χάρη του Θεού, αντιμαχόταν νικηφόρα τους τρεις εχθρούς τού ανθρώπου, τον κόσμο, τη σάρκα και τον διάβολο. Ανταποκρινόταν στην προτροπή του Μεγάλου Βασιλείου: «πρόσεχε σεαυτώ, ίνα προσέχης τω Θεώ», και στον θεμελιώδη όρο επιτυχούς ποιμαντικής διακονίας, τον οποίο θέτει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος: «καθαρθήναι δει πρώτον, είτα καθάραι· σοφισθήναι και ούτω σοφίσαι· γενέσθαι φως και φωτίσαι· εγγίσαι Θεώ και προσαγαγείν άλλους· αγιασθήναι και αγιάσαι· χειραγωγήσαι μετά χειρών, συμβουλεύσαι μετά συνέσεως».
Η αγάπη του μακαριστού Γέροντα προς τον Χριστό, ο Οποίος «είναι το παν», ήταν αυθεντική. Σ’ Αυτόν πρόσφερε τη ζωή του «κατά πάντα και δια πάντα», άνευ όρων και ορίων ή «εν όλη τη καρδία του και εν όλη τη ψυχή του και εν όλη τη διανοία του».
Από την προς τον Χριστό αγάπη εκπορευόταν η αγάπη του προς τον «κατ’ εικόνα» Θεού κτισθέντα άνθρωπο. Η αγάπη αυτή, η οποία ενέπνεε όλη την ποιμαντική του διακονία, εκδηλωνόταν πολύτροπα και ήταν ιδιαίτερα αισθητή στην αποδοχή των ανθρώπων, στην υπέρ αυτών ολοκάρδια προσευχή, στη συμμετοχή στα προβλήματά τους, στην τηλεφωνική επικοινωνία μαζί τους, όταν τους κύκλωναν «περιστάσεις και θλίψεις και ανάγκαι».
Δεν θα λησμονήσω ποτέ κάποια χαρακτηριστικά τηλεφωνήματα –διότι… ασκούσε την ποιμαντική και δια του τηλεφώνου– σε στιγμές πραγματικά κρίσιμες και πολύ δύσκολες για εμένα. Τότε, χωρίς να του έχω θέσει το πρόβλημα, μ’ έπαιρνε στο τηλέφωνο –και μάλιστα σε απίθανες ώρες, όπως μια φορά που, θυμάμαι, ήταν έξι το πρωί–, με ρωτούσε για το συγκεκριμένο πρόβλημά μου και μου έδινε μια σημαντική συμβουλή. Και πραγματικά, ο λόγος του ήταν βάλσαμο, ενώ συγχρόνως λειτουργούσε και ως καταλύτης για την αντιμετώπιση του συγκεκριμένου προβλήματος.
Η ταπείνωση, ως παράγοντας ισορροπίας και αυτογνωσίας του εν επιγνώσει κατά Χριστόν ζώντος ανθρώπου, ήταν πολύτιμο κόσμημα του Γέροντα. Είχε συνείδηση της ταυτότητας, των ορίων του, του ότι «πάσα δόσις αγαθή και παν δώρημα τέλειον άνωθέν εστι, καταβαίνον από του Πατρός των φώτων». Γι’ αυτό είχε διαρκή αυτομεμψία και έκαμε διακριτική χρήση των θείων χαρισμάτων, της προοράσεως και διοράσεως, οικονομώντας αυτά μετά φόβου και τρόμου, «ως λόγον αποδώσων».
Ο Γέροντας είχε σαφή συνείδηση ότι η ποιμαντική αντιμετώπιση του ανθρώπου είναι «τέχνη τεχνών και επιστήμη επιστημών». Επίσης, είχε μάθει να σέβεται τον κάθε άνθρωπο ως μοναδική και ανεπανάληπτη προσωπικότητα απείρου αξίας. Γι’ αυτό στην ποιμαντική του διακονία εφάρμοζε την αρχή της εξατομίκευσης με διάκριση, η οποία είναι «μείζων πασών των αρετών», προσφέροντας κατ’ αυτό τον τρόπο «εκάστω καθότι αν τις χρείαν είχεν».
Γι’ αυτό, πολλές φορές σε δύο ανθρώπους που είχαν το ίδιο εκ πρώτης όψεως πρόβλημα, ο όσιος Πορφύριος έλεγε διαφορετικά πράγματα, διότι υπήρχαν διαφορετικές προϋποθέσεις και ο καθένας χρειαζόταν ένα διαφορετικό φάρμακο για την αντιμετώπιση του προβλήματός του. Έτσι, για τον λόγο αυτό, συχνά μας έλεγε: «Αυτά που σας λέγω, να μη τα λέτε και στους άλλους ανθρώπους, διότι αυτά είναι τα κατάλληλα φάρμακα για εσάς, για την περίπτωσή σας. Τα ίδια πράγματα σ’ ένα άλλον άνθρωπο, έστω κι αν έχει εξωτερικά τα ίδια μ’ εσάς συμπτώματα, δεν θα φέρουν τα ίδια ευεργετικά αποτελέσματα».
Πρωτοπρεσβύτερος Γεώργιος Χρ. Ευθυμίου