Ο όσιος Σεραφείμ και οι τρεις ληστές
Κατησχυμένος ο διάβολος από τους ασκητικούς αγώνες του οσίου Σεραφείμ, άρχισε να πλέκει νέες πλεκτάνες εναντίον του, για να τον εκδιώξει από την έρημο.
Έστειλε εναντίον του ανθρώπους πονηρούς. Αυτοί τον συνάντησαν στο δάσος και άρχισαν να του ζητούν χρήματα, τα οποία δέχεται τάχα από τους λαϊκούς επισκέπτες του. Αυτός απάντησε ότι δεν παίρνει από κανένα χρήματα. Δεν τον πίστεψαν και ένας από τους κακοποιούς όρμησε κατ’ επάνω του, άλλα έπεσε ο ίδιος στο έδαφος.
Ο όσιος Σεραφείμ διέθετε δύναμη σωματική ώστε μπορούσε και με τη βοήθεια μάλιστα του τσεκουριού που κρατούσε να υπερασπισθεί τον εαυτό του από τους τρεις ληστές. Θυμήθηκε όμως τους λόγους του Σωτήρος: «πάντες γαρ οι λαβόντες μάχαιραν εν μαχαίρα αποθανούνται» (Ματθ. 26:52).
Ένας από τους κακοποιούς, αφού άρπαξε το τσεκούρι, κτύπησε δυνατά τον γέροντα στο κεφάλι με την πίσω πλευρά του τσεκουριού, ώστε το αίμα έτρεξε ακράτητα από το στόμα του και τα αυτιά του και έπεσε λιπόθυμος. Οι κακοποιοί συνέχισαν μαινόμενοι να τον κτυπούν με την πίσω πλευρά του τσεκουριού, με ξύλα, με χέρια και με πόδια.
Τελικά, παρατηρώντας ότι δεν αναπνέει και νομίζοντας ότι πέθανε, του έδεσαν με σχοινιά τα χέρια και τα πόδια, με σκοπό να τον πετάξουν στον ποταμό για να κρύψουν το έγκλημά τους, και έτρεξαν στο κελλί του για τη λεία που είχαν φαντασθεί. Αλλά, αφού ερεύνησαν προσεκτικά, αναποδογύρισαν και έσπασαν ό,τι υπήρχε στο κελλί, δεν βρήκαν τίποτε εκτός από άγιες εικόνες και μερικές πατάτες. Τότε φοβήθηκαν και μεταμελήθηκαν που, χωρίς να κερδίσουν τίποτε, φόνευσαν τον άγιο και φτωχό άνθρωπο του Θεού και γι’ αυτό τράπηκαν σε φυγή.
Στο μεταξύ ο όσιος Σεραφείμ, αφού συνήλθε και αποδέσμευσε τα χέρια του, προσευχήθηκε στον Θεό να συγχωρήσει αυτούς που αποπειράθηκαν να τον σκοτώσουν και συρόμενος ήλθε μέχρι το κελλί του, όπου πέρασε τη νύκτα με φοβερούς πόνους. (Αυτό συνέβη το 1804.)
Την επομένη, ο όσιος συρόμενος με τα τέσσερα έφθασε με μεγάλη προσπάθεια στη μονή, την ώρα της θείας λειτουργίας. Η όψη του ήταν φοβερή, το κεφάλι αιμόφυρτο, τα μαλλιά ανακατωμένα και γεμάτα σκόνη και λάσπη· το πρόσωπο και τα χέρια γδαρμένα· τα αυτιά και το στόμα γεμάτα από ξερό αίμα· μερικά δόντια βγαλμένα. Οι αδελφοί άναυδοι τον ρώτησαν τι είχε συμβεί αλλά αυτός σιωπούσε· παρακάλεσε μόνο να φωνάξουν τον ηγούμενο π. Ησαΐα και τον πνευματικό της μονής και σ’ αυτούς τους δύο διηγήθηκε τι είχε συμβεί.
Και έτσι, προς χαράν του χαιρέκακου διαβόλου, ο όσιος Σεραφείμ ήταν αναγκασμένος να μείνει στο μοναστήρι. Έμεινε στο κρεβάτι με αφόρητους πόνους· μόλις ανάπνεε χωρίς να μπορεί καθόλου να φάει. Σ’ αυτή την κατάσταση πέρασε οκτώ ημέρες. Τότε, φοβούμενοι για τη ζωή του κάλεσαν γιατρούς· αυτοί εξέτασαν τον όσιο και διέγνωσαν ότι το κεφάλι του ήταν ραγισμένο, οι πλευρές σπασμένες, το στήθος ποδοπατημένο, και ολόκληρο το σώμα γεμάτο από θανατηφόρες πληγές· γι’ αυτό απορούσαν πώς μπορούσε να ζει μετά από τόσα κτυπήματα.
Οι αδελφοί συγκεντρώθηκαν στο κελλί του οσίου για να συσκεφθούν τι πρέπει να κάνουν για να τον βοηθήσουν. Κάλεσαν και τον ηγούμενο. Και ακριβώς την ώρα που ερχόταν ο ηγούμενος, ο όσιος Σεραφείμ σάλευσε και κοιμήθηκε με λεπτό, ελαφρό, αναπαυτικό ύπνο.
Είδε τότε ένα εξαίσιο όραμα, παρόμοιο μ’ εκείνο που είχε δει παλαιότερα ως υποτακτικός, όταν ήταν βαριά άρρωστος. Τον πλησίασε η Υπεραγία Θεοτόκος ντυμένη με βασιλική πορφύρα και περικυκλωμένη από ουράνια δόξα· πίσω της ακολουθούσαν οι απόστολοι Πέτρος και Ιωάννης ο Θεολόγος. Στάθηκαν στην άκρη του κρεβατιού· η Παναγία Παρθένος έδειξε προς το μέρος τού αρρώστου με το δεξί Της χέρι και στρέφοντας το πανακήρατο πρόσωπό Της προς τους γιατρούς είπε: «Γιατί βασανίζεσθε;» Κατόπιν στράφηκε προς τον π. Σεραφείμ και είπε: «Αυτός εδώ είναι από το γένος μου!»
Μετά τους λόγους αυτούς, το όραμα, το οποίο ούτε καν υποπτεύθηκαν οι παρευρισκόμενοι, έλαβε τέλος. Και όταν ο ηγούμενος μπήκε στο κελλί, ο άρρωστος είχε ήδη συνέλθει. Ο π. Ησαΐας άρχισε να του μιλά με αγάπη και επιμονή προσπαθώντας να τον πείσει να επωφεληθεί από τις συμβουλές και τη βοήθεια των γιατρών. Αλλά ο ασθενής, παρά την απελπιστική του κατάσταση, απάντησε αποφασιστικά ότι τώρα δεν επιθυμεί κανενός είδους βοήθεια από τους ανθρώπους, και παρακάλεσε τον ηγούμενο να του επιτρέψει να εμπιστευθεί τη ζωή του στον Θεό και στην Υπεραγία Θεοτόκο.
Ο ηγούμενος αναγκάσθηκε να εκπληρώσει την επιθυμία του οσίου, ο οποίος λόγω της θαυμαστής θείας επισκέψεως βρισκόταν για μερικές ώρες μέσα σε άρρητη ουράνια χαρά. Κατόπιν ειρήνευσε, οι πόνοι υποχώρησαν και οι δυνάμεις του επανέρχονταν βαθμιαία. Σύντομα σηκώθηκε από το κρεβάτι, έκανε μερικά βήματα στο κελλί και το βράδυ τονώθηκε λίγο με τροφή.
Από την ίδια κιόλας ημέρα άρχισε πάλι να επιδίδεται βαθμιαίως σε πνευματικούς αγώνες. Από την ημέρα που κτυπήθηκε, ο όσιος πέρασε περίπου πέντε μήνες στο μοναστήρι. Η ασθένεια τον καμπούριασε. Βέβαια και ενωρίτερα παρατηρούσε κανείς κάποια κύρτωση σ’ αυτόν, διότι τον πλάκωσε ένα δένδρο που έκοβε κάποια μέρα. Αλλά, όταν ο όσιος Σεραφείμ αισθάνθηκε εκ νέου δυνάμεις για ερημική ζωή απευθύνθηκε στον ηγούμενο με την παράκληση να του επιτρέψει να φύγει στην έρημο.
Ο π. Ησαΐας και οι αδελφοί τον παρακαλούσαν να μείνει για πάντα στο μοναστήρι. Ο όσιος όμως απάντησε αποφασιστικά ότι δεν υπολογίζει καθόλου επιθέσεις παρόμοιες μ’ εκείνη που του συνέβη και ότι είναι έτοιμος με αντίτιμο την ζωή του να υποστεί όλες τις θλίψεις που θα συναντήσει. Ο π. Ησαΐας τότε έδωσε την ευλογία του και ο όσιος επέστρεψε στο ερημητήριό του.
Σύντομα μετά το περιστατικό αυτό, οι ληστές που είχαν κτυπήσει τον όσιο ανακαλύφθηκαν. Ήσαν άνθρωποι του ντόπιου γαιοκτήμονα Τάτιστσεβ. Ο όσιος Σεραφείμ τους συγχώρεσε με αγάπη και παρακάλεσε τον ηγούμενο και τον γαιοκτήμονα να μη τους τιμωρήσουν, δηλώνοντας ότι διαφορετικά θα εγκατέλειπε το κοινόβιο του Σάρωφ και θα έφευγε κρυφά σε άλλα μακρυνά αγιασμένα μέρη.
Κατά την παράκλησή του συγχώρησαν τους ληστές, τους οποίους όμως σύντομα τιμώρησε ο Θεός: ισχυρή πυρκαγιά κατέκαυσε τα σπίτια τους. Οι ληστές μετά απ’ αυτό ήλθαν σε μετάνοια και ζητούσαν παρακλητικά και με δάκρυα από τον όσιο Σεραφείμ τη συγχώρηση και τις άγιες προσευχές του. Και με την ευλογία του επέστρεψαν στο δρόμο της ενάρετης ζωής.
Από το βιβλίο: Αρχιμ. Ιουστίνου Πόποβιτς, Οσίου Σεραφείμ του Σαρώφ Βίος, Εκδόσεις «Το Περιβόλι της Παναγίας», Θεσσαλονίκη 1991, σελ. 32.