Έφυγε λοιπόν και πήγε στη Αλεξάνδρεια. Εκεί τον συνέλαβε, σαν χριστιανό, ο ειδωλολάτρης άρχοντας, και τον πρόσταξε να θυσιάσει στα είδωλα. Ο μοναχός αρνήθηκε. Οι δήμιοι τον έδειραν άσπλαχνα με βούνευρα και, τέλος, τον αποκεφάλισαν.
Τη νύχτα οι χριστιανοί πήραν κρυφά το μαρτυρικό σώμα, κι αφού το άλειψαν με μύρα και το τύλιξαν με σεντόνια, το έβαλαν σε λάρνακα και το τοποθέτησαν στο ιερό μιας εκκλησίας, τιμώντας το έτσι σαν μαρτυρικό λείψανο.
Από τότε, σε κάθε θεία λειτουργία συνέβαινε το εξής θαυμαστό γεγονός: Στην εκφώνηση «Όσοι κατηχούμενοι προέλθετε», έβλεπαν οι πιστοί τη λάρνακα να βγαίνει μόνη της και να πηγαίνει στο νάρθηκα. Μόλις τελείωνε η λειτουργία, επέστρεφε πάλι μόνη της στο άγιο βήμα.
Κάποιος από τους διακριτικούς πατέρες πληροφορήθηκε το γεγονός, και παρακάλεσε το Θεό να δώσει κάποια εξήγηση. Δεν άργησε λοιπόν να του φανερωθεί άγγελος Κυρίου.
– Τι θαυμάζεις και απορείς, του είπε, για το παράδοξο που γίνεται; Δεν έλαβαν οι Απόστολοι από το Χριστό την εξουσία του «δεσμείν και λύειν;» Δεν έλαβαν πάλι απ’ αυτούς την ίδια εξουσία και οι διάδοχοί τους; Μάθε λοιπόν, ότι αυτόν τον μοναχό τον διώχνει από το ιερό βήμα ένας άγγελος. Και τούτο, γιατί, αν και υποτακτικός, καταφρόνησε την εντολή του γέροντά του κι έφυγε από την υπακοή του. Και για μεν το μαρτύριο αμείφθηκε με το μαρτυρικό στεφάνι. Επειδή όμως ήταν δεμένος με επιτίμιο, δεν επιτρέπεται να παραμένει στο ιερό βήμα την ώρα της θείας μυσταγωγίας, εκτός κι αν τον λύσει ο γέροντάς του από τον κανόνα.
Αυτά είπε ο άγγελος στον ασκητή, κι εκείνος τα μετέφερε στο γέροντα του μάρτυρα, που πήγε επί τόπου και έδωσε τη συγχώρηση.
Από τότε ο υποτακτικός και μάρτυρας έμενε ακίνητος στο άγιο βήμα, όταν γινόταν η θεία λειτουργία.
Από το βιβλίο: ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ ΚΑΙ ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΩΝ ΑΓΓΕΛΩΝ. Ιερά Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 2013, σελ. 112.