Κάποτε ο υποτακτικός αρρώστησε και πήγε στην Λαύρα, όπου έμεινε για ένα διάστημα μέχρι να αναρρώση. Σ’ αυτό το διάστημα ξελειτουργούσε κάθε μέρα τον παπα-Δανιήλ ένας γείτονάς του που έμενε σε γειτονικό κελλί λίγο πιο κάτω. Ο παπα-Δανιήλ έπαιρνε καιρό και άρχιζε την Προσκομιδή. Στην καθορισμένη ώρα ερχόταν ο μοναχός και άρχιζαν την θεία Λειτουργία.
Κάποια μέρα έκανε την Προσκομιδή, αλλά ο μοναχός που θα τον ξελειτουργούσε, δεν φαινόταν. Κατάλαβε ότι κάτι του συνέβη. Λυπημένος προσευχόταν, χωρίς να γνωρίζη τι πρέπει να κάνη. Οπότε είδε να μπαίνουν τρεις μοναχοί. Προσκύνησαν και με αγαλλίαση ο παπα-Δανιήλ άρχισε την θεία Λειτουργία, ενώ αυτοί έψαλλαν.
Όταν τελείωσαν, ο παπα-Δανιήλ ήθελε να λύση την απορία του. Τους ρώτησε ποιοι ήταν και πώς βρέθηκαν τέτοια ώρα στην ερημιά. Του απάντησαν ότι ήταν οι κτίτορες των Ιβήρων και ότι τους έστειλε ο Κύριος· μετά εξαφανίσθηκαν.
Ο χαριτωμένος Ιερουργός τού Υψίστου εκτός των άλλων μετέδιδε τα Θεία Μυστήρια και στους γυμνούς και αοράτους ασκητές που ζούσαν και κυκλοφορούσαν σε κείνα τα μέρη.
Στον παπα-Δανιήλ πήγαιναν τρεις ώρες δρόμο τη νύχτα ο γερω-Ιωσήφ ο ησυχαστής με τον συνασκητή του γερω-Αρσένιο, για να λειτουργηθούν και να κοινωνήσουν. Από όσους ασκητές γνώρισε – και τότε έβριθε η έρημος από εναρέτους ασκητές – ο παπα-Δανιήλ ήταν σε πιο μεγάλη κατάσταση, όπως αναφέρει ο γερω-Ιωσήφ:
«Ήτον και άλλος πλέον θαυμασιώτερος εις τον Άγιον Πέτρον τον Αθωνίτην, ο παπα-Δανιήλ, ο οποίος ήτον μιμητής του Μεγάλου Αρσενίου. Άκρον σιωπηλός, έγκλειστος, εφ’ όρου ζωής λειτουργός. Εξήκοντα έτη μήτε μίαν ημέραν δεν εννοούσε να αφήση την θείαν Λειτουργίαν. Και την Μεγάλην Σαρακοστήν όλες τες ημέρες έκαμε Προηγιασμένες. Και μέχρι τελευταίας ημέρας υπέργηρος ετελειώθη χωρίς ασθένειαν. Η δε Λειτουργία του εκράτει πάντοτε τρισήμισι ή τέσσαρες ώρες, διότι δεν ηδύνατο να προφέρη τας εκφωνήσεις από την κατάνυξιν· από τα δάκρυα πάντοτε εμούσκευε μπροστά του το χώμα. Δι’ αυτό δεν ήθελε κανείς ξένος να είναι στην Λειτουργία του δια να μη βλέπη την εργασία του. Αλλ’ εγώ επειδή με πολλήν θέρμην τον παρεκάλεσα, με εδέχετο. Και την κάθε φοράν όπου πήγαινα – τρεις ώρας βαδίζων ολονυκτίως δια να παρασταθώ εις αυτήν την φρικώδη όντως θείαν παράστασιν – μου έλεγε και ένα ή δύο ρητά εβγαίνοντας από το Ιερόν και αμέσως εκρύπτετο έως την άλλην ημέραν. Αυτός είχεν εφ’ όρου ζωής ολονύκτιον αγρυπνίαν και νοεράν προσευχήν. Από αυτόν και εγώ πήρα “τάξιν” και έλαβα μεγίστην ωφέλειαν. Έτρωγε εικοσιπέντε δράμια ψωμί κάθε ημέραν και ήτον όλος μετέωρος εις την Λειτουργίαν του. Και χωρίς να γίνη λάσπη το έδαφος δεν ετελείωνε Λειτουργίαν» .
Ο γερω-Ιωσήφ με τον γερω-Αρσένιο, από ευγνωμοσύνη προς τον παπα-Δανιήλ για την ωφέλεια που έπαιρναν, του έκαναν μερικές εργασίες ή έκτιζαν κανένα πεζουλάκι.
Ο παπα-Δανιήλ εκτός από τον π. Αντώνιο, είχε στην συνοδεία του και τον π. Πέτρο, τον γνωστό ως «Πετράκη», ο οποίος τον μιμήθηκε στον ησυχαστικό τρόπο της ζωής του, και τον π. Γεδεών, ο οποίος ήταν εγγράμματος και χειροτονήθηκε ιερέας.
Από το βιβλίο: Από την ασκητική και ησυχαστική Αγιορειτική παράδοση, Άγιον Όρος 2011, σελ. 49