Μίλησαν και του είπε εμπιστευτικά ο γερω-Κώστας ότι είναι αγενεαλόγητος Μικρασιάτης, θεολόγος και αδόκιμος συγγραφεύς. Τον ρώτησε για κάτι που τον απασχολούσε, και ο γερω-Κώστας του είπε: «Εκεί βρίσκεσαι ακόμα, γερω-Δαμασκηνέ; Όποιος δεν πολεμείται από αυτόν τον ασυνήθιστον λογισμόν, μοναχός δεν γίνεται». Οι απλοί του λόγοι ανέπαυσαν τον γερω-Δαμασκηνό.
Τελικά, ο γερω-Κώστας δεν ήταν τρελλός, όπως τον θεωρούσαν μερικοί, αλλά ήταν θεολόγος και συγγραφέας δύο βιβλίων: «Ο άνθρωπος, το άνθος του ουρανού και της γης», και, «Πώς εγνώρισα το Άγιον Όρος και πώς το αφήνω».
Την ημέρα που ψηφιζόταν ο νέος καταστατικός χάρτης του Αγίου Όρους, ο Κώστας, νέος τότε και στην αρχή της δια Χριστόν σαλότητός του, ανέβηκε στο καμπαναριό του Πρωτάτου και χτυπούσε πένθιμα τις καμπάνες. Διηγήθηκε εκ των υστέρων το περιστατικό και τους λόγους που τον παρακίνησαν να το κάνη αυτό, στον γερω-Δαμασκηνό τον Αγιοβασιλειάτη. Από αυτά που του είπε φαίνεται ότι ο γερω-Κώστας όχι μόνο τρελλός δεν ήταν, αλλά ήταν πολύ σοφός, αφού γνώριζε τόσα πράγματα και μάλιστα έβλεπε πολύ μακρυά.
Τότε η Ιερά Κοινότης δεν τιμώρησε τον Κώστα, δεν έδωσε σημασία στην ενέργειά του να χτυπήση πένθιμα τις καμπάνες. Ποιος έδινε σημασία στις πράξεις του «τρελλο-Κώστα;».
Αργότερα όμως, το έτος 1969, μερικοί «έξυπνοι» που σκέφτονταν με κοσμικό τρόπο, θεωρούσαν όνειδος την εμφάνιση του Κώστα στις Καρυές και μάλιστα στους Ευρωπαίους που άρχισαν μετά την χιλιετηρίδα να επισκέπτωνται το Όρος. Γι’ αυτό ενήργησαν την απέλασή του. Έστειλαν τον άνθρωπο του Θεού στο Τρελλοκομείο! Εκεί, αφού τον εξήτασαν και τον βρήκαν υγιέστατο, τον έστειλαν στο Γηροκομείο, όπως αναφέρει ο γέροντας Παΐσιος. Έκτοτε χάνονται τα ίχνη του.
Οι πατέρες που τον είχαν κατανοήσει, στενοχωρήθηκαν και πίστευαν ότι «κακώς, πολύ κακώς τον έδιωξαν, διότι ούτε αταξίες έκανε ούτε πείραζε κανέναν. Ήταν κόσμημα και στολίδι και όχι όνειδος για το Άγιον Όρος». Ήταν ένα ευωδέστατο άνθος στον πάντερπνο παράδεισο της Θεοτόκου, στο Άγιον Όρος. Αλλά εμείς, οι κοσμικά σκεπτόμενοι, τον αδικήσαμε.
Την ευχή του να έχουμε. Αμήν.
Από το βιβλίο: Από την ασκητική και ησυχαστική Αγιορειτική παράδοση, Άγιον Όρος 2011, σελ. 105.