Ο νέος δόκιμος προχωρούσε με χαρά στους κόπους της κοινοβιακής ζωής. Στην αρχή τον τοποθέτησαν βοηθό στην τράπεζα και στο μαγκιπείο (φούρνο). Το ζύμωμα ήταν πολύ κουραστικό. Ζύμωναν με τα χέρια σε μεγάλη σκάφη αρκετή ποσότητα αλεύρου. Το χέρι έπρεπε να κατεβαίνη μέχρι κάτω, για να κόβη την ζύμη.
Αργότερα τον τοποθέτησαν στο ξυλουργείο, γιατί ήξερε την τέχνη του ξυλουργού. Όλη την ημέρα νηστικός πλάνιζε καστανιές με την μεγάλη χειροπλάνη. Ήταν για κάθε έργο επιτήδειος, ικανώτατος και ταχύτατος. Ακόμη και τα σαμάρια των ζώων του Μοναστηριού τα έκανε «σαν έπιπλα».
Ο Αρσένιος από φιλότιμο ζήτησε ευλογία, όταν έχουν πολλούς επισκέπτες, να βοηθά και στο Αρχονταρίκι.
Ήταν επίσης υπεύθυνος για δυο παρεκκλήσια έξω από το Μοναστήρι. Κάθε ημέρα άναβε τα καντήλια, τα περιποιείτο και φρόντιζε να γίνεται κάπου-κάπου θεία Λειτουργία.
Έχοντας πρότυπα τους οσίους Πατέρες προσπαθούσε να τους μιμηθή. Έβαλε ως θεμέλιο της μοναχικής ζωής την ταπεινοφροσύνη και την υπακοή και επιδόθηκε σε αγώνες υπέρ την αντοχή του.
Τις ημέρες κοπίαζε σωματικά και τις νύχτες παρέμενε άυπνος, προσευχόμενος και δοξολογώντας τον Θεό. Αισθανόταν μεγάλη κούραση αλλά ήταν ανυποχώρητος στην άσκηση. Συνεχώς προσέθετε νέους αγώνες, πάντα με ευλογία και παρακολούθηση από τον Ηγούμενο. Όλα τα έκανε με χαρούμενη διάθεση.
Έλεγε: «Κάναμε πολύ σκληρή δουλειά στον τόρνο όλη την ημέρα. Το βράδυ πήγαινα στο Αρχονταρίκι και βοηθούσα μέχρι τις 10 ή 11 η ώρα. Δεν μου έμενε χρόνος ούτε για πνευματικά. Γι’ αυτό στην συνέχεια, όταν πήγαινα στο κελλί μου, δεν κοιμόμουν, μόνο έβαζα ένα τέταρτο τα πόδια ψηλά για να ξεκουραστούν λίγο και να κατέβη το αίμα (που μαζευόταν από την πολύωρη ορθοστασία). Μετά στεκόμουν όρθιος σε μια λεκάνη με νερό, για να μη με παίρνη ο ύπνος, και έκανα τα κομποσχοίνια. Κοιμόμουν μισή μέχρι μία ώρα και μετά πήγαινα στην ακολουθία για να διαβάσω το Μεσονυκτικό. Και επειδή είχα τον λογισμό μήπως δεν θα κατάφερνα αργότερα να κάνω τα καθήκοντα του μεγαλοσχήμου, ζήτησα ευλογία από τον Ηγούμενο και μου έδωσε, να κάνω τον κανόνα του μεγαλοσχήμου από δόκιμος, όχι από εγωισμό, αλλά μήπως δεν μπορέσω να ανταποκριθώ στις υποχρεώσεις του Σχήματος. Δεν τάκανα με υπερηφάνεια. “Αν δεν μπορώ”, έλεγα, “να μην κοροϊδεύω τον εαυτό μου”».
Στην Εκκλησία δεν καθόταν καθόλου. Στεκόταν όρθιος στο στασίδι. Πήγαινε καμμιά φορά να τον κλέψη ο ύπνος και αμέσως τιναζόταν.
Τον χειμώνα δεν άναβε φωτιά. Είχε τόση υγρασία στο κελλί, που η μούχλα γινόταν σαν βαμβάκια στους τοίχους. Όταν το κρύο ήταν ανυπόφορο, είχε ένα δέρμα ζώου, από αυτά που έκανε τα σαμάρια, και τύλιγε τα πόδια του. Κοιμόταν για άσκηση κάτω στις πλάκες και άλλες φορές στα τούβλα που «ήταν πιο φιλάνθρωπα». Δούλευε έξω στο κρύο μόνο με το ζωστικό και έβαζε από μέσα ένα χαρτί για να τον προστατεύη λίγο.
Στην τράπεζα δεν έτρωγε όλο το φαγητό. Άφηνε πάντα λίγο και όταν είχε τυρί το σκέπαζε με το φαγητό και δεν το έτρωγε. Πριν από την Μεγάλη Σαρακοστή είχαν τυπικό στο Μοναστήρι να δίνουν σε όλους τους πατέρες από ένα κουτί γάλα. Και εκείνο ο Αρσένιος δεν το έπινε, αλλά το έδινε στον γερω-Νικήτα που ήταν προφυματικός. Στη νηστεία τα φασόλια δεν τα μασούσε καλά, για να αργούν να χωνέψουν και έτσι να τον κρατούν κάπως.
Άρχισαν σιγά-σιγά να γίνωνται αντιληπτές στους πατέρες η άσκηση και η ευλάβειά του. Οι ιερείς τον προτιμούσαν να τους ψάλλη στα παρεκκλήσια.
Από το βιβλίο: Ιερομονάχου Ισαάκ, ΒΙΟΣ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, Στ’ έκδοσις, Άγιον Όρος 2008, σελ. 89.