Dogma

Οι ποταμοί της χάριτος του Χριστού

Στον τέταρτο στίχο του πρώτου ψαλμού λέει για τον ασεβή ότι είναι «ωσεί χνους, ον εκρίπτει ο άνεμος από προσώπου της γης». Όπως δηλαδή το μικρό άχυρο το παίρνει ο άνεμος και το πετάει εδώ κι εκεί και, τρόπον τινά, το εξαφανίζει από προσώπου της γης, έτσι θα εξαφανισθούν οι ασεβείς από το πρόσωπο της γης.

Μπορεί ο ασεβής να έχει υλικά αγαθά, να έχει επιτυχίες και να σημειώνει προόδους άλλης φύσεως, αλλά από πνευματικής απόψεως πράγματι είναι σαν το αχυράκι, που δεν μπορεί να βρει ανάπαυση, πνευματική ανάπαυση, και πετιέται από δω κι από κει.

Επιτρέψτε μου να πω ότι ακόμη και οι ψυχές εκείνες που υποτίθεται ότι είναι ευσεβείς, οι οποίες όμως κατά βάθος δεν εμπιστεύονται στον Χριστό, δεν ελπίζουν στον Χριστό με όλο τους το είναι και δεν στηρίζουν την ύπαρξή τους επάνω στον Κύριο, και αυτές λοιπόν οι ψυχές, όσο κι αν φαίνονται ότι είναι ευσεβείς, δεν έχουν ειρήνη και δεν φυτεύτηκαν στα καθαρά νερά του Κυρίου, για να καρποφορήσουν, για να κατευοδωθούν τα πνευματικά τους έργα. Οι ψυχές αυτές είναι συνεχώς ταραγμένες, είναι συνεχώς ανήσυχες, συνεχώς άγονται και φέρονται, συνεχώς και το πιο αδύνατο φύσημα του πονηρού, του εχθρού, τις ρίχνει κάτω, τις κάνει να πέφτουν και να παραδίδονται στην αμαρτία και στα πάθη.

Ο Κύριος είπε: «Όποιος διψάει, ας έλθει σ’ εμένα και ας πιεί. Ο πιστεύων εις εμέ, ποταμοί εκ της κοιλίας αυτού ρεύσουσιν ύδατος ζώντος» (Ιω 7:37-38). Από το είναι του θα τρέξουν ποτάμια. Και ένα ποτάμι τρέχει συνεχώς· δεν είναι όπως το νερό που έχουμε μέσα σε κάποιο δοχείο και το ρίχνουμε, οπότε θα τρέξει, θα τρέξει και μετά θα σταματήσει. Το ποτάμι ξεκινάει από μια πηγή και τρέχει συνεχώς. Όσο κι αν λιγοστεύει το νερό του, πάντοτε υπάρχει νερό· αν όχι όσο υπάρχει τον χειμώνα, έστω και λιγότερο, πάντως υπάρχει. Και ο Κύριος λέει ότι από το είναι μας θα τρέξουν ποταμοί «ύδατος ζώντος», που είναι το Πνεύμα το Άγιο. Ποταμοί οι οποίοι θα ξεδιψάσουν την ψυχή μας και θα την ξεδιψούν συνεχώς, αλλά και θα ξεδιψούν, θα ποτίζουν και θα αρδεύουν και άλλες ψυχές.

Έχουμε πει και άλλες φορές ότι, ενώ είμαστε χριστιανοί, ενώ πιστεύουμε, ενώ φαίνεται ότι ελπίζουμε, ενώ, τρόπον τινά, το καθημερινό μας μέλημα και η καθημερινή μας φροντίδα είναι πώς θα ζήσουμε εν Χριστώ Ιησού, τελικώς η ζωή μας είναι τέτοια, που σαν να αποδεικνύει πάνω στα πράγματα, σαν να λέει η ψυχή μας ότι τουλάχιστον σήμερα δεν αληθεύουν αυτά τα οποία λέει το Ευαγγέλιο, ότι τουλάχιστον σήμερα δεν αληθεύουν αυτά τα οποία είπε ο Κύριος. Τέτοια είναι η ζωή μας.

Είναι πολύ φτωχή η ψυχή μας. Υπάρχει πολλή έλλειψη στην ψυχή μας από αυτό το νερό, από αυτούς τους ποταμούς, για τους οποίους μίλησε ο Κύριος. Πολλή έλλειψη της χάριτος υπάρχει, πολλή έλλειψη της παρουσίας του Θεού υπάρχει. Είναι τελικά ή δεν είναι η ψυχή μας, όπως λέει ο ψαλμωδός, σαν ένα τρεμάμενο φύλλο, σαν ένα χνούδι αχυρένιο, σαν την ύπαρξη εκείνη που δεν ρίζωσε ακόμη πουθενά, που δεν είναι φυτεμένη ακόμη πουθενά, που τρέμει και χάνεται μέσα στη φτώχεια της;

Να κάνουμε κουράγιο. Ο Χριστός είναι ο ίδιος που ήταν πάντοτε (Εβρ. 13:8). Τίποτε δεν θα ευχαριστήσει τόσο τον Χριστό, όσο το να πιστέψουμε ότι είναι και σήμερα ο ίδιος, όπως ήταν στα χρόνια των Αποστόλων, στα χρόνια των Πατέρων, στα χρόνια των αγίων, στα χρόνια των μαρτύρων. Τίποτε δεν θα ευχαριστήσει τον Χριστό τόσο, όσο το να το πιστέψουμε αυτό και να τον ακολουθήσουμε με αυτή την πίστη και με αυτή την ελπίδα. Τίποτε δεν θα ευχαριστήσει τον Χριστό τόσο, όσο το να πιστέψουμε ότι κι εμάς μας αγαπά και σ’ εμάς θέλει να κάνει αυτό το οποίο έκανε σε τόσες άλλες ψυχές.

Να τρέξουμε λοιπόν στην αγάπη του, να τρέξουμε στη φιλανθρωπία του. Το λέμε και το ξαναλέμε· να πιαστούμε από κει, ώστε ο Κύριος να μπορεί να πει: «Να, υπάρχουν ψυχές που μου έχουν εμπιστοσύνη! Να, υπάρχουν ψυχές που με αγαπούν. Υπάρχουν ψυχές που ελπίζουν, υπάρχουν ψυχές που με δέχονται ως Θεό, ο οποίος, όπως πάντοτε, μπορώ να κάνω και σήμερα θαύματα. Να, υπάρχουν τέτοιες ψυχές! Να γίνει σ’ αυτές τις ψυχές όπως θέλουν». «Ω γύναι … γενηθήτω σοι ως θέλεις» (Ματθ. 15:28).

 

Από το βιβλίο: π. Συμεών Κραγιοπούλου, “Ο άνθρωπος του Θεού”, Πανόραμα Θεσσαλονίκης, 2002, σελ. 48 (αποσπάσματα)