Dogma

Όπως τότε, στον Άθωνα…

Του Δημητρίου Λυκούδη,, Θεολόγου, Φιλολόγου, Ιστορικού

          Είναι απόγευμα. Μετά τον εσπερινό και την απογευματινή τράπεζα, αφού ακολούθησε το μικρό απόδειπνο και οι χαιρετισμοί της Κυρίας Θεοτόκου, στον εξώστη ενός κελιού, ένας σχετικά νέος μοναχός, δεν ενθυμούμαι το όνομά του, μάς ταξιδεύει μακριά στο χρόνο τον αγιορείτικο και μας διηγείται από το γεροντικό που κρατούσε εμπρός του. Σήμερα, κρατώντας το αυτό γεροντικό στα δικά μου χέρια, σας παραθέτω όσα εκείνος τότε μας μετέφερε: «Ο ηγούμενος κάλεσε τον αδελφό Συνέσιο και τον ρώτησε για ποιο πράγμα παρακαλούσε την Αγία Παρασκευή. Ο π. Συνέσιος είπε πως παρακαλούσε την Αγία να του αφαιρέσει ό,τι πράγμα εμποδίζει τη σωτηρία της ψυχής του και πρόσθεσε στον ηγούμενο πως, όταν έψαλλε, αισθανόταν μια ιδιαίτερη ευχαρίστηση και γλυκαινόταν με την μελωδική φωνή του, τόσο που ξεχνιόταν ο νους του και ξέφευγε από την έννοια των θείων λόγων […] Ο πατήρ Συνέσιος από τότε που βράχνιασε η φωνή του μέχρι την ημέρα που με τη χάρη του Θεού κοιμήθηκε τον αιώνιο ύπνο, δεν ξαναέψαλλε, αλλά με τους άλλους πατέρες της Μονής δόξαζε μέρα-νύχτα το Θεό και με την κοινή ευχή ¨Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με¨ και ελέησον όλον τον κόσμο Σου, παρακαλούσε τον Κύριο της δόξης για τον εαυτό του και για όλο τον κόσμο» (Ανδρέου Μοναχού Αγιορείτου, Το Γεροντικό του Αγίου Όρους, εκδ. Άθως, Αθήνα 2009, σελ. 372-373).

          Αυτά θυμόμουν κάθε φορά που τολμούσα να «υψὠσω» κεφάλι απέναντι σε συνανθρώπους μου και να αναφέρω κάτι «δικό» μου, κάτι που έγραψα, που πέτυχα, που εκέρδισα! Πώς μπορεί, αλήθεια, πώς μπορεί να υπάρξει και να συνυπάρξει ο άνθρωπος, κάθε άνθρωπος σκεπτόμενος πως «πέτυχε», «εκέρδισε», «κατόρθωσε»!

          Ένας γέροντας ερημίτης κίνησε για το πιο κοντινό χωριό να πουλήση τα πανέρια του. Στον δρόμο που πήγαινε, τον βρήκε ο διάβολος κι από την πολλή κακία που του είχε, άρπαξε τα πανέρια από τα χέρια του κι έγινε άφαντος.

Τότε ο γέροντας, χωρίς να στενοχωρηθή καθόλου, σήκωσε τα μάτια στον ουρανό και είπε:

– Σ’ ευχαριστώ, Θεέ μου, που με απάλλαξες από το φορτίο μου κι από τον κόπο να κατέβω στο χωριό.

Τότε ο διάβολος, μην υποφέροντας την αταραξία του ερημίτη, τού πέταξε κατάμουτρα τα πανέρια, φωνάζοντας:

– Πάρτα πίσω, παλιόγερε.

Ο ερημίτης τα μάζεψε πάλι και συνέχισε τον δρόμο του για το χωριό (Περί Απαθείας στο «Χαρίσματα και Χαρισματούχοι», τόμος τρίτος, εκδ. Ι. Μονή Παρακλήτου, Ωρωπός Αττικής 2002, σελ. 97-98).

          Θυμάμαι, σε ένα από τα πρώτα μου προσκυνήματα στη μονή Κουτλουμουσίου του Αγίου Όρους, Μάρτιος, Χειμώνα του 1997. Χάζευα για ώρα στο γείσωμα της σκεπής του Καθολικού τις σχηματισμένες, αλήθεια παράξενες, χιονόλουστες κόγχες, τα παιχνίδια που ζωγραφίζει ο Χειμώνας σα βαλθεί να σφυροκοπήσει κτίρια και ψυχές. Εκεί, μέσα σε λίγα λεπτά, στην απλωταριά της Κουτλουμουσίου, πέρασε από εμπρός μου ολάκερη η ζωή μου, το χθες η εκπληρούμενη πρόρρηση της εκούσιας και αβίαστης μοναχικότητας μου, ωσάν θυμήθηκα αυτό το παλαιό των πατέρων, «ό,τι επιθυμείς βλέπεις γρηγορών και κινούμενος ή υπνώττων και κοιμώμενος».

          Όπως τότε, στον Άθωνα, σκέφτηκα, εγώ που τόλμησα να ψελλίσω και να φιθυρίσω πως «εκέρδισα», επέτυχα», «κατόρθωσα»…

Πηγή: Κιβωτός της Ορθοδοξίας