Παρατηρούσε πώς ο Αντώνιος θεράπευε τους αρρώστους αδελφούς με την προσευχή και με ένα φάρμακο από βότανα που τους έδινε να πιουν και έλαβε την απόφαση να κάνει κι αυτός το ίδιο. Κάθε φορά που ένας αδελφός της Λαύρας αρρώσταινε, ο Αγαπητός άφηνε το κελλί του και πήγαινε να τον υπηρετήσει ικετεύοντας τον Κύριο να τον κάνει καλά. Αν η ασθένεια παρατεινόταν, παρηγορούσε τον άρρωστο ενδυναμώνοντας μέσα του την πίστη και την υπομονή. Απέκτησε έτσι την ίδια ιαματική δύναμη, όπως και ο άγιος Αντώνιος, και γι’ αυτό έλαβε το προσωνύμιο «Γιατρός».
Η φήμη του απλώθηκε πολύ πέρα από την Λαύρα και πολλοί ήταν εκείνοι που έρχονταν να τον επισκεφθούν για να ανακουφισθούν από τα παθήματά τους. Η φήμη όμως αυτή προκάλεσε τον φθόνο ενός διάσημου Αρμένιου γιατρού του Κιέβου, ο οποίος, με σκοπό να καταστρέψει την υπόληψη του οσίου, έστειλε στο μοναστήρι έναν ασθενή γνωρίζοντας ότι η περίπτωσή του δεν είχε καμμία ελπίδα θεραπείας, αφού προηγουμένως του είχε χορηγήσει ο ίδιος δηλητήριο. Το κακόβουλο τέχνασμά του όμως δεν είχε επιτυχία καθώς ο όσιος θεράπευσε τον άρρωστο.
Ο μέγας ηγεμόνας Βλαδίμηρος ο Μονομάχος έπεσε βαριά άρρωστος στο Τσέρνιγκωφ. Καθότι ο Αρμένιος γιατρός στάθηκε αδύνατο να κάνει το παραμικρό γι’ αυτόν, ο ηγεμόνας έστειλε να φέρουν τον όσιο Αγαπητό. Ο όσιος που δεν είχε εγκαταλείψει ποτέ την μονή, ζήτησε από τον ηγούμενό του την άδεια να μην υπακούσει. Δέχτηκε ωστόσο να ετοιμάσει βότανα που οι απεσταλμένοι μετέφεραν στον ηγεμόνα. Μόλις ήπιε το φάρμακο ο Βλαδίμηρος θεραπεύτηκε και μετέβη ο ίδιος στην Λαύρα των Σπηλαίων για να ευχαριστήσει τον ευεργέτη του. Λίγο αργότερα δε, με την μεσολάβηση ενός βογιάρου, έστειλε δώρα στον Αγαπητό. Ο όσιος αρνήθηκε να τα δεχθεί, λέγοντας πως δεν είχε λόγο να λάβει αμοιβή, αφού δεν θεράπευε με τις δικές του ικανότητες, αλλά δια της δυνάμεως του Χριστού. Ο απεσταλμένος όμως επέμενε κι ο όσιος αναγκάστηκε να πάρει τα δώρα με σκοπό να τα μοιράσει στους φτωχούς· μόλις έλαβε όμως τον χρυσό, τον πέταξε στην πόρτα του μοναστηριού και έτρεξε να κρυφθεί.
Μετά από πολλές ασκητικές σκληραγωγίες, ο όσιος Αγαπητός έπεσε και ο ίδιος άρρωστος. Ο Αρμένιος γιατρός που ήλθε να τον δει, δήλωσε κατηγορηματικά πως του απέμεναν το πολύ τρεις ημέρες ζωής. Ο όσιος αποκρίθηκε τότε ότι δεν επρόκειτο να αφήσει τον βίο αυτό πριν από τρεις μήνες. Ο γιατρός γέλασε και πήρε όρκο να γίνει μοναχός αν ο όσιος παρέμενε ζωντανός. Εν τω μεταξύ, έφεραν στον όσιο έναν άνθρωπο που έπασχε από την ίδια ασθένεια με την δική του. Ο Αγαπητός σηκώθηκε τότε, ξεχνώντας την αρρώστια του και παίρνοντας τα κοινά βότανα τα οποία συνήθιζε να χρησιμοποιεί για κάθε περίπτωση, τα έδειξε στον Αρμένιο που τον λοιδορούσε και με αυτά θεράπευσε τον ασθενή. Όσο για τον ίδιο, έζησε πράγματι τρεις μήνες ακόμη και κατόπιν εκοιμήθη εν ειρήνη. Εμφανίστηκε όμως σε όραμα στον Αρμένιο, για να του υπενθυμίσει τον όρκο του. Εκείνος πήγε τότε στην Λαύρα, δήλωσε ότι επιθυμούσε να αποτάξει την αίρεση και, αφού εκάρη μοναχός, έζησε βίο θεάρεστο, φροντίζοντας για την ψυχή του ενώ προηγουμένως φρόντιζε για το σώμα των άλλων.
Από το βιβλίο: Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, υπό Ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου. Τόμος δέκατος, Ιούνιος. Ίνδικτος, Αθήναι 2008, σελ. 15.