Αρρωστήσαμε από τυφοειδή πυρετό και ήμασταν πολύ σοβαρά. Η μητέρα μου έστειλε τον πατέρα μου να φέρει τον Γέροντα για να μας μεταλάβει. Ο γιατρός στο νοσοκομείο την είχε πει να μας φέρει στο σπίτι, για να πεθάνουμε εδώ. Ήρθε λοιπόν ο Γέροντας και εγώ, όταν τον είδα, θυμωμένα τον ρώτησα: “Ήρθες να μας μεταλάβεις, για να πεθάνουμε;” “Όχι, πουλάκι μου, είπε τρυφερά. Ήρθα για να γίνεις καλά, να πάρεις τον Χριστό και να γιατρευτείς”.
»Ήμασταν ξαπλωμένα κάτω, αδύναμα, αξιοθρήνητα, ούτε να σηκωθούμε ούτε να περπατήσουμε μπορούσαμε. Γυρνώντας στη μητέρα μου την παρατήρησε: “Μαρία, αυτά θα γίνουν καλά, εμείς θα φύγουμε από τη ζωή κι αυτά θα ζούνε”. “Τι λες, Γέροντα, πώς θα γίνουν καλά στα χάλια που έχουν, ούτε στα πόδια τους να σταθούν δεν μπορούν τα καημένα”. Και όμως με τις άγιες ευχές του θεραπευτήκαμε».
Ένας κύριος από τη Σίψα θυμάται: «Πολλοί άρρωστοι έρχονταν εδώ στον άγιο Γέροντα. Τους έβλεπα, κουτσοί, ανάπηροι, κάθονταν δύο-τρεις μέρες και εκείνος τους διάβαζε. Καταλάβαινε ποιά ήταν η αιτία της αρρώστιας τους και τους έδινε οδηγίες. Πάντως έχω να πω, τέτοιοι άνθρωποι φωτισμένοι είναι λιγοστοί, σπάνιοι. Χαρίσματα Θεού και δύναμη είχε. Ας έχουμε την ευχή του».
Ο κύριος Ιγνάτιος Διαμαντόπουλος από τη Δράμα αναφέρει σχετικά: «Θεραπείες έκανε πολλές. Θεράπευε ο Γέροντας και ψυχικές και σωματικές αρρώστιες. Ένας Κοσυφίδης Γεώργιος, μακαρίτης τώρα, πνευματικό του παιδί, αρρώστησε ο καημένος και πήγε σε πολλούς γιατρούς, χωρίς να δει βοήθεια. Στο τέλος ήρθε εδώ και στις Θείες Λειτουργίες, όταν περνούσαν τα άγια, ξάπλωνε και σιγά σιγά θεραπεύτηκε»..
Το 1950 ήταν τεσσάρων ετών μία μικρή στη Δράμα κι έπασχε σοβαρά από ατροφία των ποδιών της και δεν μπορούσε να βαδίσει. Οι ιατροί προσπαθούσαν για καιρό να τη θεραπεύσουν, αλλά δεν μπορούσαν. Μία ημέρα η αδελφή της άρρωστης μικρής πήγε στο μοναστήρι με άλλες τριάντα γυναίκες από τη Δράμα. Πλησίασε τον όσιο και τον ρώτησε αν θα πρέπει να συνεχίσουν την ιατρική θεραπεία. Εκείνος απάντησε κάπως αδιάφορα, πως, αν θέλουν, ας συνεχίσουν. Τότε σκέφτηκε μέσα της· «είμαστε τόσο αμαρτωλοί που ο Θεός μας ξέχασε και ούτε ο Γέροντας θέλει να μας βοηθήσει» και καυτά δάκρυα κύλησαν από τα μάτια της.
Τότε με λύπη και βεβαιότητα ο όσιος Γεώργιος της είπε: «Όχι, ο Θεός επέτρεψε να το πάθει αυτό η αδελφή σου. Θα γίνει σκαμνί, να, έτσι θα διπλωθεί, αν την πάτε στον γιατρό». Τότε άνοιξε λίγο το ράσο του κι έβγαλε από τον λαιμό του το πολύτιμο φυλαχτό της γιαγιάς του, που του έσωσε τη ζωή, και διηγήθηκε το θαύμα που του έγινε. «Αν έχετε πίστη, θα πάτε στην Τούμπα, στην Αγία Τριάδα των Σερρών και εκεί θα περπατήσει και όχι μόνο θα περπατήσει, αλλά και τον εαυτό της θα εξυπηρετήσει. Έχετε πίστη λοιπόν».
Η μητέρα του κοριτσιού το πήρε στην αγκαλιά της και την παραμονή της πανηγύρεως της Αγίας Τριάδος, πήγε και το άφησε μπροστά στο προσκυνητάρι της αγίας εικόνας προσευχόμενη θερμά. Κάποια στιγμή, μετά τα μεσάνυκτα, είδε το παιδί της να μη βρίσκεται στη θέση του. Θαυμαστά είχε περπατήσει. Έφυγε παράλυτο από το χωριό του Δασωτό κι επέστρεψε να περπατά άνετα.
Πήγε η μητέρα με το θεραπευμένο κορίτσι της στον όσιο Γέροντα να τον ευχαριστήσει. Μόλις τους είδε άνοιξε το ράσο του, τύλιξε μέσα τη μικρούλα και γελώντας είπε: «Το πρόβατό μου ήρθε».
Μία μητέρα έγκυος έπαθε διπλή πνευμονία και ήταν σοβαρά. Οι ιατροί στο νοσοκομείο την περίμεναν να πεθάνει. Ο όσιος Γέροντας επισκέφθηκε την αδελφή της, που της συμπαραστεκόταν και της είπε παρηγορητικά κι ενθαρρυντικά: «Μη φοβάσαι, θα γίνει τελείως καλά». Πράγματι όλα πήγαν καλά και γέννησε ένα υγιέστατο παιδάκι. Ο πατέρας του παιδιού, που γνώριζε και σεβόταν πολύ τον όσιο, ήταν αρτοποιός και συχνά του έστελνε ψωμί για να τον ευχαριστήσει.
Από το βιβλίο: (†) Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Ο Όσιος Γεώργιος της Δράμας. Έκδοσις Ι. Μ. Αναλήψεως του Σωτήρος, Ταξιάρχες (Σίψα) Δράμα 2016, σελ. 202, 249, 252, 276 (αποσπάσματα).