Dogma

Πάσχα: Ιστορία και θρύλοι – Η λόγχη του Λογγίνου και τα τέσσερα «αυθεντικά» κειμήλια

Το όπλο της Βιέννης, η λόγχη της Κρακοβίας στην Πολωνία, εκείνη στο Μοναστήρι Γκέγκχαρντ της Αρμενίας και το μυστηριώδες κειμήλιο του Αγίου Πέτρου στο Βατικανό

Η Λόγχη του Βατικανού είναι μία από τις τέσσερις λόγχες που θεωρούνται ότι ήταν… παρούσες στη σταύρωση, αποτελώντας από τα πιο δημοφιλή κειμήλια ως αντικείμενο που ήρθε σε άμεση επαφή με το σώμα του Ιησού και ποτίστηκε από το Άγιο Αίμα Του. Η Λόγχη αναφέρεται σε ένα από τα πιο γνωστά περιστατικά της σταύρωσης του Ιησού στα χέρια ενός Ρωμαίου εκατόνταρχου, για τον οποίο τα Ευαγγέλια δεν παρέχουν καμία επιπλέον πληροφορία. Ο θρύλος και το όνομά του, Γάιος Κάσσιος Λογγίνος, αρχίζουν να κάνουν την εμφάνισή τους πολύ αργότερα, μαζί με τις σχετικές παραδόσεις που έρχονταν να δώσουν ταυτότητα στον στρατιώτη, ο οποίος αναφέρεται ότι έπασχε από σοβαρή πάθηση των ματιών που έκανε προβληματική την όρασή του.

Όπως γνωρίζουμε από τα Ευαγγέλια και τις ιστορικές – σχετικές με την πρακτική της σταύρωσης – πηγές, οι Ρωμαίοι συνήθιζαν να σπάνε τις κνήμες των σταυρωμένων, επισπεύδοντας έτσι τον θάνατό τους, καθώς ασφυκτιούσαν προσπαθώντας να σηκωθούν και πέθαιναν άμεσα μη μπορώντας να αναπνεύσουν. Όταν όμως οι στρατιώτες πλησίασαν τον Χριστό, ο Ρωμαίος εκατόνταρχος τούς είπε να μη βεβηλώσουν το σώμα Του γιατί ήταν ήδη νεκρός. Για να το αποδείξει, τρύπησε τα πλευρά του Ιησού με τη λόγχη του και από την πληγή βγήκε «αίμα και ύδωρ», όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Ιωάννης (Ιθ, 34). Η πραγματική ιστορία σταματά μάλλον εδώ και τη σκυτάλη παίρνει ο θρύλος, που ανάγεται στον 4ο αιώνα.

Σύμφωνα με αυτόν, μία σταγόνα από το αίμα του Χριστού έπεσε στα μάτια του Ρωμαίου στρατιώτη, επαναφέροντας με θαυματουργό τρόπο την όρασή του και κάνοντάς τον να πιστέψει ότι ο Ιησούς ήταν όντως υιός του Θεού. Καθώς δεν αναφερόταν πουθενά το όνομά του, επινοήθηκε το “Λογγίνος” για έναν πολύ απλό λόγο. Με τα Ελληνικά να αποτελούν την κυρίαρχη γλώσσα της εποχής, η θαυματουργή πλέον λόγχη που τρύπησε τα πλευρά του Χριστού “βάπτισε” τον εκατόνταρχο, που στη λατινική εκδοχή της τον ονόμασε “Λογγίνο”. Ο ίδιος αναφέρεται ότι βαπτίστηκε χριστιανός και διέφυγε στην Αρμενία, όπου και μαρτύρησε στα χέρια των Ρωμαίων.

Αν και η σχετική παράδοση αντιμετωπίζεται με έντονο και δικαιολογημένο σκεπτικισμό, δεν ισχύει κάτι τέτοιο για το ίδιο το αντικείμενο από το οποίο γεννήθηκε η ιστορία του Λογγίνου. Στα σίγουρα κάποιος Ρωμαίος στρατιώτης υπήρξε που τρύπησε την πλευρά του Ιησού. Όμως ποιος ήταν αυτός, πώς ονομαζόταν και κυρίως ποια ήταν η τύχη του, όλα αυτά παραμένουν αντικείμενο εικασιών και γόνιμο έδαφος μυθοπλασίας.

Δεν ισχύει όμως το ίδιο για τη Λόγχη, την ύπαρξη της οποίας συναντάμε ήδη από τον 6ο αιώνα στην Ιερουσαλήμ, σαν αντικείμενο το οποίο λατρευόταν από τους χριστιανούς μαζί με τα άλλα κειμήλια της σταύρωσης. Μνημονεύεται από τον Αντονίνο της Πιατσέντζα στα 570 και λίγο πρωιμότερα από τον Κασσίοδο και τον Γρηγόριο της Τουρς.

Η Λόγχη φεύγει από την Ιερουσαλήμ πιθανότατα μετά την εισβολή των Περσών υπό τον Χοσρόη ΙΙ στα 615 και χάνεται. Τρεις αιώνες νωρίτερα, μια άλλη λόγχη είχε κάνει την εμφάνισή της στα σημερινά σύνορα Ιταλίας και Ελβετίας, στα χέρια ενός Ρωμαίου στρατιώτη, αιγυπτιακής καταγωγής, του Μαυρικίου, επικεφαλής μιας εκλεκτής ομάδας λεγεωναρίων, γνωστής ως Λεγεώνα των Θηβών. Η θρυλική για τη δύναμη και την αφοσίωσή της λεγεώνα αντλούσε το όνομά της από την αιγυπτιακή πόλη των Θηβών και είχε σταλεί εκεί για να αντιμετωπίσει τους Γαλάτες. Ο Μαυρίκιος, ο οποίος ήταν από τους πρώτους χριστιανούς στρατιώτες της Ρώμης, μαρτύρησε με τη λόγχη στα χέρια του, όπως και όλοι οι στρατιώτες του, καθώς αρνήθηκε επανειλημμένως να προσκυνήσει τον αυτοκράτορα Μαξιμιλιανό ως Θεό και να θυσιάσει προς τιμήν του. Ο πρώτος στρατιωτικός Άγιος της Ρώμης “βαπτίστηκε” και αυτός χάρη στα Ελληνικά, καθώς, σύμφωνα με όλες τις μαρτυρίες, το όνομά του προέρχεται από τη λέξη “μαύρος”, προσδιορίζοντας το εθνικό χαρακτηριστικό του. Άλλωστε, σε όλες τις θρησκευτικές παραστάσεις απεικονίζεται ως μαύρος Άγιος.

Στα χέρια του Μεγάλου Κωνσταντίνου

Η Λόγχη για άλλη μια φορά εξαφανίζεται και “επιστρέφει” στην ιστορία στα χέρια του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Μολονότι και αυτή η παράδοση φέρεται εξαιρετικά απίθανη, έχει έντονο ενδιαφέρον, καθώς ο πρώτος αυτοκράτορας που τόλμησε να στηρίξει την εξουσία του στο σύμβολο του Σταυρού είναι παράλληλα και ο πρώτος μιας μακράς σειράς ηγεμόνων οι οποίοι συνέδεσαν την ύπαρξή τους με τη “Λόγχη του πεπρωμένου”. Σύμφωνα με τη σχετική παράδοση, ο Κωνσταντίνος είχε μαζί του τη Λόγχη όταν είδε στον ουρανό, τις παραμονές της ιστορικής μάχης στη Μίλβια γέφυρα, το όραμα με το ουράνιο σημάδι και τη φράση «in hoc signo vincis», το γνωστό «εν τούτω νίκα», και κάλπασε νικητής με το κειμήλιο στα χέρια του. Αναφέρεται, μάλιστα, ότι πίστευε τόσο πολύ στη δύναμη της Λόγχης, που την κρατούσε στα χέρια του όταν σχεδίαζε την Κωνσταντινούπολη το 328 μ.Χ.

Το μυστηριώδες κειμήλιο “επιστρέφει” σε πρωταγωνιστικό ρόλο στην Ιστορία τον 8ο αιώνα, στα χέρια μιας ακόμα σημαντικής ιστορικής μορφής, του Καρλομάγνου, του βασιλιά των Φράγκων και θεμελιωτή της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ο Κάρολος ο Μέγας γνώρισε από πρώτο χέρι τόσο τη φωτεινή πλευρά της “Λόγχης του πεπρωμένου”, νικώντας και στις 47 εκστρατείες κατά τις οποίες την είχε μαζί του, όσο και τη σκοτεινή. Ο θρύλος αναφέρει ότι, επιστρέφοντας από μια μάχη, το άλογό του τρόμαξε ρίχνοντάς τον κάτω, με αποτέλεσμα η Λόγχη να πέσει από τα χέρια του. Λίγο αργότερα, ο Καρλομάγνος θα πέθαινε, επιβεβαιώνοντας τη φήμη του κειμηλίου, ότι, χάνοντας τη Λόγχη, χανόταν και η δύναμη που αυτή χάριζε.

Την ίδια μοίρα επιφύλασσε η τύχη για έναν άλλο ηγεμόνα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, τον Φρειδερίκο Ι ή γνωστότερο ως Μπαρμπαρόσα, λόγω της μακριάς κόκκινης γενειάδας του. Επικεφαλής της Γ’ Σταυροφορίας, επιδιώκοντας δι’ εαυτόν τον ρόλο του ηγήτορα των χριστιανών, ο Μπαρμπαρόσα συναντήθηκε με τον θάνατο επιστρέφοντας από μια μάχη κοντά στον ποταμό Σάλεφ, στη σημερινή Τουρκία. Αναφέρεται ότι η Λόγχη γλίστρησε από τα χέρια του καθώς ο ίδιος έπεσε στο νερό του ποταμού και παρασύρθηκε λόγω της βαριάς πανοπλίας του από τα ρεύματα, με αποτέλεσμα να πνιγεί. Για άλλη μια φορά η απώλεια της Λόγχης θα σήμαινε και το τέλος της ισχύος, αλλά και της ζωής ενός ηγεμόνα.

Τη Λόγχη προσπάθησε να πάρει στα χέρια του και ο Ναπολέοντας αμέσως μετά τη μάχη του Αούστερλιτς, χωρίς όμως ποτέ να τα καταφέρει.

Η υπερφυσική αυτή διάσταση της Λόγχης δε θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητη από μια από τις παρανοϊκότερες μορφές της Ιστορίας, τον Αδόλφο Χίτλερ, που, θεωρώντας τον εαυτό του ως τον καταλληλότερο να διαδεχτεί τους Γερμανούς ηγεμόνες και φυσικά τον ρόλο τους στη χάραξη των γεγονότων, έκανε στόχο της ζωής του την απόκτηση της “Λόγχης του πεπρωμένου”. Λέγεται ότι την είδε για πρώτη φορά στις προθήκες του Σατσκάμερ, του Αυτοκρατορικού Θησαυροφυλακίου της Βιέννης στα 1912, και μαγεύτηκε από το κειμήλιο σε βαθμό που έγινε η προσωπική του εμμονή. Όταν ανέβηκε στην εξουσία και ξεκίνησε την αιματοβαμμένη διαδρομή του ανά την Ευρώπη, έκανε πράξη το όνειρό του, να κρατήσει στα χέρια του το κειμήλιο με την ανυπέρβλητη δύναμη και να το αποκτήσει. Στις 13 Οκτωβρίου 1938, ο Αδόλφος Χίτλερ τοποθέτησε τη Λόγχη μαζί με όλο τον θησαυρό από το Σατσκάμερ σε ένα θωρακισμένο τρένο, και τη μετέφερε μαζί με τα άλλα κειμήλια στην έδρα του Ναζιστικού Κινήματος, τη Νυρεμβέργη.

Το κειμήλιο τοποθετήθηκε στον ναό της Αγίας Αικατερίνης και έξι χρόνια αργότερα, για λόγους ασφαλείας, μεταφέρθηκε σε μια μυστική θέση. Όμως και πάλι η Λόγχη “τιμώρησε” με τον δικό της τρόπο τον αλαζόνα κάτοχό της… Τουλάχιστον σύμφωνα με τον δημοφιλή θρύλο, που μάλλον απέχει πολύ από την πραγματικότητα. Εξαιρετικό ενδιαφέρον για να συμπληρωθεί η ιστορία έχει το γεγονός ότι ο στρατηγός Τζορτζ Πάτον, ο οποίος είχε μεγάλο ενδιαφέρον – αν όχι εμμονή – με το υπερφυσικό, ο ίδιος που επέστρεψε τη Λόγχη στη Βιέννη, είχε ασχοληθεί εκτενέστατα με τη Λόγχη και την ιστορία της.

Στο Αυτοκρατορικό Θησαυροφυλάκιο

Η Λόγχη έκτοτε βρίσκεται στην αρχική της θέση, αποτελώντας ένα από τα πιο βαρύτιμα κειμήλια του Αυτοκρατορικού Θησαυροφυλακίου της αυστριακής πρωτεύουσας. Το αντικείμενο φέρει ακόμα τα σημάδια της μακραίωνης ιστορίας του. Στο κέντρο της Λόγχης υπάρχει ένα καρφί που θεωρείται ότι αποτελεί ένα από αυτά που κάρφωσαν το σώμα του Χριστού πάνω στον σταυρό, και το οποίο συγκρατείται με ασημένια σύρματα στον κορμό του συναρπαστικού όπλου. Αργότερα σε αυτό προστέθηκαν πτερύγια για να το κάνουν ακόμα πιο επιβλητικό.

Η Λόγχη αυτή θεωρείται ότι είναι το κειμήλιο που είχε μαζί του ο Άγιος Μαυρίκιος, και την πεποίθηση αυτή ενισχύει η επιγραφή που προστέθηκε περίπου το 1000 από τον Γερμανό αυτοκράτορα Ερρίκο IV, ο οποίος παρήγγειλε μια ασημένια θήκη για το κειμήλιο, αυτή που είναι ακόμα και σήμερα ορατή, φέροντας εγχάρακτο το κείμενο που αναφέρει ότι κατασκευάστηκε κατ’ εντολή του για να ενισχυθεί το καρφί του Κυρίου και η Λόγχη του Αγίου Μαυρικίου.

Τελική προσθήκη στο όπλο είναι μια χρυσή θήκη που επικαλύπτει όλες τις άλλες, παραγγελία του Καρόλου IV στα 1350, με την επιγραφή «Lancea et clavus Domini», δηλαδή «Η λόγχη και το καρφί του Κυρίου».

Το κειμήλιο αυτό είχε σημαντικό ρόλο στην ιστορία της Αυστρίας ως αντικείμενο που χρησιμοποιούταν κατά τη στέψη των αυτοκρατόρων, με το καρφί της Σταύρωσης στο εσωτερικό του να παραπέμπει εμφανώς στον θρύλο ότι και τα δύο αντικείμενα βρίσκονταν στην κατοχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου όταν θεμελίωνε την Κωνσταντινούπολη. Ο συμβολισμός της ισχύος και η βούληση των ηγεμόνων να εμφανιστούν ως διάδοχοί του είναι κάτι παραπάνω από εμφανείς.

Σήμερα η “Λόγχη του πεπρωμένου” ή Λόγχη της Βιέννης αναγνωρίζεται σαν ένα από τα σημαντικότερα όπλα στην Ιστορία, που διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξή τους. Όμως σε καμιά περίπτωση δεν ήταν αυτή που τρύπησε τα πλευρά του Χριστού, καθώς η κεφαλή της, τυπική καρολίγγεια ή φράγκικη, χρονολογείται από τους ειδικούς στα αρχαία όπλα ανάμεσα στο 750 και το 900 μ.Χ. και δε μοιάζει σε τίποτα με τις λόγχες που γνωρίζουμε ότι χρησιμοποιούσαν οι Ρωμαίοι τον 1ο αιώνα.

Αν όμως η Λόγχη της Βιέννης δεν ήταν παρούσα στη Σταύρωση, τότε μήπως η θέση αυτή διεκδικείται από τις άλλες λόγχες, όπως εκείνη που φυλάσσεται στην Κρακοβία της Πολωνίας; Η επιστημονική απάντηση είναι πως οι πιθανότητες είναι μάλλον μηδαμινές, αφού το κειμήλιο, το οποίο παραχωρήθηκε στους Πολωνούς από τον Όθωνα τον 3ο, είναι σαφώς ένα αντίγραφο εκείνου της Βιέννης, που αναπαράγει τα πιο γνωστά χαρακτηριστικά του. Η λόγχη αυτή, που δωρήθηκε στους ηττημένους Πολωνούς τον 10ο αιώνα, φαίνεται ότι κατασκευάστηκε εκείνη την εποχή και αποτελούσε απλά το επιστέγασμα μιας συμφωνίας για την ενσωμάτωση του λαού στην Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.

Πιο μυστηριώδης είναι η ιστορία μιας άλλης λόγχης, η οποία φυλάσσεται στην Αρμενία, στο Μοναστήρι Γκέγκχαρντ του 13ου αιώνα, όνομα που – καθόλου τυχαία φυσικά – σημαίνει “Το Μοναστήρι της Λόγχης”. Η ιστορία του κειμηλίου αυτού, το οποίο είναι εντελώς διαφορετικό από τα προηγούμενα, με τριγωνική αιχμή που απορρίπτει τη χρήση του ως όπλο, φαίνεται ότι μπορεί να αναχθεί στο 1097 στην Αντιόχεια. Εκεί, ο στρατός της Α’ Σταυροφορίας βρέθηκε πολιορκούμενος από τους μουσουλμάνους, σε τραγική μάλιστα κατάσταση. Έχοντας χάσει κάθε ελπίδα, οι χριστιανοί βρέθηκαν μπροστά σε μια ανέλπιστη πηγή που θα τους έκανε να ξαναβρούν το χαμένο κουράγιο τους. Ένας χωρικός, ονόματι Πέτρος Βαρθολομαίος, ισχυρίστηκε ότι είχε δει σε όραμα τη θέση όπου είχε κρυφτεί η ιερή λόγχη και, για να το αποδείξει, οδήγησε τους στρατιώτες στον καθεδρικό ναό της πόλης. Σκάβοντας, έφερε στο φως μια λόγχη, η οποία άσκησε αποφασιστικό ρόλο στην εξέλιξη της πολιορκίας.

Οι Σταυροφόροι ενθουσιασμένοι, και πιστεύοντας ότι η ανακάλυψή της ήταν θεϊκό σημάδι, επιτέθηκαν εκδιώχνοντας τους μουσουλμάνους. Όμως ο Πέτρος Βαρθολομαίος άρχισε να καταδιώκεται από τις εμμονές του, κάνοντας πολλούς να θέτουν ερωτήματα για την αυθεντικότητα της λόγχης και εγείροντας υποψίες ότι το κειμήλιο τοποθετήθηκε εκεί από τον ίδιο. Ο Βαρθολομαίος, θέλοντας να αποδείξει τους ισχυρισμούς του, ζήτησε να περάσει τη δοκιμασία της φωτιάς, περπατώντας ζωντανός μέσα από την πυρά. Δεν επέζησε, κατηγορώντας μάλιστα, λίγο πριν αφήσει την τελευταία του πνοή, τον εαυτό του ότι έχασε την πίστη του. Με τον θάνατό του η λόγχη εξαφανίζεται και, σύμφωνα με πολλούς ιστορικούς, είναι αυτή που μεταφέρθηκε στην Αρμενία, όπου σώζεται έως σήμερα.

Μια τέταρτη λόγχη, από τις πιο μυστηριώδεις, καθώς απαγορεύεται η κινηματογράφηση και η φωτογράφησή της, είναι αυτή που έχει στην κατοχή του το Βατικανό. Η μορφή της Λόγχης αυτής είναι άγνωστη και υπάρχει μόνο ένα βιαστικό σκίτσο, το οποίο ατυχώς δε μας επιτρέπει να φανταστούμε την πραγματική της όψη. Η ιστορία αυτής της Λόγχης πιθανότατα να μπορεί να ανιχνευτεί στο κειμήλιο που είχε πέσει στα χέρια του Πάπα Ιννοκέντιου του 8ου από τους μουσουλμάνους. Η Λόγχη που αναφερόταν στα χέρια τους από τον 6ο αιώνα, όταν κατέλαβαν την Ιερουσαλήμ, είχε φτάσει ως τα χέρια του σουλτάνου Μπαγιαζέτ, ο οποίος τη δώρισε στον ποντίφικα για να διασφαλίσει ότι ο αντίπαλός του, ο αδερφός του Ζιζίμ, θα έμενε φυλακισμένος για πάντα. Το κειμήλιο μεταφέρθηκε στη Ρώμη και έκτοτε φυλάσσεται στον ναό του Αγίου Πέτρου.

Ναός Άγιου Πέτρου – Τα τέσσερα “μπαλκόνια” με τα κειμήλια

Τα κειμήλια του Αγίου Πέτρου στο Βατικανό σχετίζονται με τα τέσσερα “μπαλκόνια” μέσα στον ναό, κοντά στο Ιερό στους αντίστοιχους πυλώνες, και είναι αφιερωμένα στον Λογγίνο, τον Απόστολο Ανδρέα, την Αγία Βερενίκη και τον Τίμιο Σταυρό. Κάτω από αυτά υπάρχουν τα αντίστοιχα αγάλματα, με πιο γνωστό εκείνο του Λογγίνου, έργο του Μπερνίνι.

Το άγαλμα βρίσκεται κάτω από το ομώνυμο μπαλκόνι, όπου σύμφωνα με την παράδοση βρίσκεται το μυστηριώδες κειμήλιο της Λόγχης του Βατικανού. Αντίστοιχα κάτω από το μπαλκόνι του Τίμιου Σταυρού βρίσκεται το άγαλμα της Αγίας Ελένης, με την παράδοση να θέλει να βρίσκεται εκεί ένα τεμάχιο του Τίμιου Ξύλου. Το δε μπαλκόνι της Αγίας Βερενίκης στεγάζει το επίσης μυστηριώδες κειμήλιο του “πέπλου της Βερενίκης”, ενώ στο μπαλκόνι του Αποστόλου Ανδρέα βρισκόταν η κάρα του Αγίου, η οποία έχει μεταφερθεί πλέον στην Πάτρα.

Πλατεία Αγίου Πέτρου – Το Τίμιο Ξύλο στον οβελίσκο

Σύμφωνα με την παράδοση, τμήμα του Τιμίου Ξύλου του Χριστού έχει ενσωματωθεί στον μεγάλο σταυρό που βρίσκεται στην κορυφή του οβελίσκου στην πλατεία του Αγίου Πέτρου. Ο οβελίσκος, η αρχική θέση του οποίου ήταν στον ναό του Ήλιου στην Ηλιούπολη της Αιγύπτου, όπου τοποθετήθηκε περί τα 1990 π.Χ., και από τους ελάχιστους που δε φέρουν ανάγλυφα ιερογλυφικά στην επιφάνειά του, μετά από μια σύντομη “στάση” στην αγορά της Αλεξάνδρειας μεταφέρθηκε στη Ρώμη από τον Καλιγούλα και τοποθετήθηκε στο κέντρο του ιπποδρόμου του Νέρωνα, όπου μαρτύρησε και τάφηκε ο Απόστολος Πέτρος. Τοποθετήθηκε δε στη σημερινή του θέση στις 10 Σεπτεμβρίου 1586.

(Φωτογραφία Associated Press)

Πηγή: neakriti.gr