Dogma

Περί πνευματικής αναισθησίας στην «Κλίμακα»

Του Δημητρίου Λυκούδη, θεολόγου

Κατά τον Όσιο Ιωάννη τον Σιναΐτη, στο έργο του
«Κλίμαξ», «αναισθησία και στα σώματα και στις ψυχές είναι απονεκρωμένη αίσθησις, η οποία από χρονία ασθένεια και αμέλεια κατέληξε να αναισθητοποιηθή».

Πρόκειται για την αναλγησία, που κρυώνει και παγώνει την καρδιά του ανθρώπου προς κάθε έργο αγαθό και φιλάρετο. Πολλές φορές, με τον όρο «απάθεια», αναφερόμαστε σε εκείνους που, ένεκα του πάθους και των αμαρτιών, έφθασαν στην ταλαίπωρη κατάσταση να μην κατανοούν τη φύση και τη διάπραξη αυτής της αμαρτίας και όλα τα φαύλα και εφάμαρτα τα «εμβαπτίζουν» ως αναγκαία ή, στην καλύτερη των περιπτώσεων, ως αναπόφευκτα στην ζωή τους.

Ιδού, ιδού ο ανάλγητος δούλος, κατά τον Όσιο Ιωάννη: «»Άσχημα κάνω», φωνάζει και με ευχαρίστησι επιμένει στην αμαρτία. Το στόμα προσεύχεται εναντίον του πάθους, αλλά το σώμα υπέρ αυτού αγωνίζεται. Περί θανάτου φιλοσοφεί και συμπεριφέρεται σαν θάνατος. Για τον χωρισμό στενάζει και σαν να είναι αιώνιος ομιλεί και νυστάζει. Ομιλεί για την εγκράτεια και δίνει αγώνες για την γαστριμαργία. Μακαρίζει την υπακοή και πρώτος αυτός παρακούει» (Κλιμαξ, σελ. 238).

Αυτός είναι ο «άφρων φιλόσοφος», ο ανάλγητος. Αυτός που «αποστηθίζει λόγους περί αγρυπνίας και παρευθύς καταβυθίζεται στον ύπνο. Αυτός που κατηγορεί το γέλιο και χαμογελαστός διδάσκει περί πένθους».

Απέναντι σε αυτή την οδυνηρή κατάσταση της ψυχής, οι Πατέρες της Εκκλησίας προτρέπουν και προβάλλουν την καθάρια Εξομολόγηση, την αδιάλειπτη προσευχή και τη νηστεία, ώστε ο άνθρωπος να «αποτοξινωθεί» πνευματικά και σιγά σιγά να βρει τα πατήματά του στην πνευματική ζωή.