Αποσπάσματα από το βιβλίο Πέτρος ο Πελοποννήσιος διάβασε ο Νίκος Βλαχάκης, ηθοποιός και αγιογράφος. Χριστουγεννιάτικους ύμνους του Πέτρου του Πελοποννήσιου και παραδοσιακά κάλαντα έψαλλε χορωδία βυζαντινής μουσικής υπό τη διεύθυνση του π. Ελισσαίου Κυνούση.
Συνόδευσαν: ο Κυριάκος Ταπάκης, ούτι, λαούτο, ο Νίκος Παραουλάκης, νέυ και ο Στέφανος Δορμπαράκης, κανονάκι.
Για το βιβλίο μίλησε ο π. Ελισσαίος Κυνούσης, ενώ η εκδήλωση έκλεισε με τις ευχαριστίες που απεύθυνε προς όλους τους συντελεστές της παρουσίασης και τους παρευρισκόμενους, ο π. Γεώργιος Δορμπαράκης.
Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Ακολουθείν».
Ο λαμπαδάριος της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, Πέτρος ο Πελοποννήσιος, αποτελεί μία μεγάλη μουσική και υμνογραφική μορφή, τον μεγαλύτερο μουσικό της Ανατολής από την άλωση της Πόλης μέχρι σήμερα. Όπως ανέφερε ο π. Ελισσαίος στην παρουσίαση του βιβλίου, γεννήθηκε στην Πελοπόννησο από φτωχούς γονείς, ξυλοκόπους. Ένας έμπορος από την Σμύρνη που βρέθηκε στο χωριό του, προσφέρθηκε να τον πάρει μαζί του.
Από τότε η εξέλιξη του υπήρξε ραγδαία. Λόγω του θείου ταλάντου του στην μουσική και με την βοήθεια εκλεκτού δασκάλου της εκκλησιαστικής μουσικής, ο Πέτρος διέπρεψε τόσο στον τομέα αυτό, ώστε όταν έφτασε στην Κωνσταντινούπολη το 1760, διορίστηκε αμέσως βοηθός του διευθυντή του αριστερού χορού, του λαμπαδαρίου, στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Όταν πέθανε ο διευθυντής, ο Πέτρος διορίστηκε ο ίδιος λαμπαδάριος, αριστερός χοράρχης.
Η ονομασία λαμπαδάριος προκύπτει από το καθήκον του αριστερού προεστώτος του αναλογίου, να κατέρχεται συχνά προς τον θρόνο του Πατριάρχη και να τον διακονεί στην χοροστασία, κρατώντας μία λαμπάδα αναμμένη για να βλέπει.
Η σπουδαιότερη ιδιότητα του υπήρξε εκείνη του συνθέτη. Δημιούργησε σε μικρό διάστημα χρόνου, έργο πολύπλευρο και συστηματικό.
Μελοποίησε προς συντομότερο τρόπο, όλα σχεδόν τα παλαιά μουσικά βιβλία. Αποτέλεσε την γέφυρα μεταξύ παλαιού στενογραφικού συστήματος και σύγχρονου αναλυτικού.
Όπως παρατήρησε ο π. Ελισσαίος, αναφορικά με το βιβλίο:
«Στο παρουσιαζόμενο βιβλίο, οι συγγραφείς επιχειρούν να σκιαγραφήσουν την προσωπικότητα του μουσουργού του 18ου αιώνα, με χρώματα και σχήματα διαφορετικά από τα συνήθη.
Ο αναγνώστης συχνά βρίσκεται ενώπιον γλαφυρών εικόνων με γεύση ανατολής, ήχων της Πόλης των πόλεων, διαλόγων μεταξύ μαθητών και δασκάλων. Θα έλεγε κανείς πως όταν το διαβάζει, ακούει τις καμπάνες των εκκλησιών και μυρίζει το λιβάνι τους.»
Σκοπός των συγγραφέων, συνέχισε, δεν είναι να προσθέσουν μία ακόμη βιβλιογραφική πηγή στην πλούσια βιβλιογραφία για το εν λόγω πρόσωπο. Αλλά να αναδείξουν την ιδιόμορφη προσωπικότητα του δασκάλου.
Η γλαφυρότητα των διαλόγων και η αναγωγή των πάντων επί το πνευματικότερο, συνθέτουν μια πρωτότυπη παρουσίαση την οποία χαίρεσαι να διαβάζεις.
Προβάλουν την αγάπη του για την μουσική και τους μαθητές, τον σεβασμό του για τους δασκάλους του, την αγάπη του για την Εκκλησία και τους ανθρώπους.
Και ολοκλήρωσε την παρουσίαση:
«Την σπουδαιότητα και την διαχρονικότητα του έργου του, την αντιλαμβάνεται ο πιστός εύκολα. Αρκεί να ανοίξει οποιαδήποτε μουσική ανθοδέσμη ή ιεροψαλτικό εγκόλπιο και τότε θα συναντήσει στα περιεχόμενα το όνομα του.
Δεν υπάρχει στις ημέρες μας καμία ακολουθία της νυχθημέρου στην οποία οι ιεροψάλτες να μην αποδίδουν μαθήματα του Πέτρου.»
Του Σταμάτη Μιχαλακόπουλου / Ι. Ν. Ευαγγελιστρίας Πειραιώς
Φωτογραφίες: Παναγιώτης Καράπασιας