Ποιοι ήταν οι Δώδεκα Απόστολοι
Απόστολοι ονομάζονται οι Δώδεκα μαθητές του Κυρίου πού άφησαν τα πάντα καί ακολούθησαν τον Κύριο σε όλη τη δημόσια διακονία Του μέχρι της Αναλήψεως. Στη συνέχεια μετά την επιφοίτηση του Άγιου Πνεύματος, έγιναν κήρυκες και μάρτυρες της πίστεως στον Χριστό προς λύτρωση της ανθρωπότητας από την αμαρτία και συνέβαλαν στην εξάπλωση της Βασιλείας του Θεού στη γη.
Το ιερό καί τιμητικότατο αυτό όνομα, Απόστολοι, δόθηκε από τον ίδιο τον Κύριο στους Μαθητές Του, όταν διανυκτέρευσε στο ορός προσευχόμενος’ τότε, «προσεφώνησε τους μαθητάς αυτού, καί έκλεξάμενος άπ’ αυτών δώδεκα, ους καί Αποστόλους ώνόμασεν…» (Λουκ. στ’, 12-13).
Κατά την εκλογή των Μαθητών Του, ό Κύριος έσταμάτησε στον αριθμό δώδεκα, γιατί όπως οι δώδεκα υιοί του Ιακώβ, οί δώδεκα Πατριάρχες, θεωρούνται σι αρχηγοί των δώδεκα φυλών του Ισραήλ, δηλαδή όλου του Ιουδαϊσμού, έτσι καί οί Δώδεκα αυτοί πρώτοι Μαθητές του Κυρίου, έγιναν οι πνευματικοί αρχηγοί του νέου Ισραήλ, δηλαδή του Χριστιανισμού. Άλλα καί διότι τα δωδέκα κουδουνάκια στο κάτω μέρος του χιτώνα του Άρχιερέως Ααρών πού κουδούνιζαν, όταν βημάτιζε στη Σκηνή, τους δώδεκα Αποστόλους εδήλωναν, πού ήχησαν (κουδούνισαν) καί έκήρυξαν σε ολόκληρη την οικουμένη το Ευαγγέλιο της άπολυτρώσεως. Γι’ αυτό καί ό Ώσηέ προφήτευσε ότι δώδεκα δρύες θα ακολουθήσουν τον Θεό πού θα φανεί στη γη.
Πρώτος Απόστολος είναι ό Πέτρος, ό κορυφαίος των Αποστόλων, ό όποιος προηγουμένως ονομαζόταν Σίμων. Ήταν έγγαμος ψαράς, αγράμματος, αδελφός του Ανδρέα του Πρωτοκλήτου, από τη Βηθσαϊδα της Γαλιλαΐας, υιός του Ίωνα. Αυτόν τον Απόστολο μακάρισε ό Κύριος καί τον ονόμασε Πέτρο, ενώ την πίστη του απεκάλεσε πέτρα πάνω στην όποια απεφάσισε να οικοδομήσει την Εκκλησία Του. «Μακάριος ει, Σΐμων Βαριωνα… συ ει Πέτρος, καί έπι ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου την εκκλησίαν, καί πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν αυτής» (Ματ. ιστ’, 17, 18). Έκήρυξε το Ευαγγέλιο πρώτα στην Ιουδαία καί Αντιόχεια ακολούθως στη Μικρά Ασία καί κατέληξε στη Ρώμη.
Δεύτερος είναι ό Ανδρέας, ό Πρωτόκλητος, ο αδελφός του Πέτρου. Υπήρξε ενωρίτερα μαθητής του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, αλλά τον εγκατέλειψε για να ακολουθήσει τον Χριστό. Προσέλκυσε καί τον αδελφό του λέγοντας: «Εύρήκαμεν τον Μεσσίαν». Θεωρείται ιδρυτής της Εκκλησίας της Κων/πόλεως. Έκήρυξε το Ευαγγέλιο σε όλα τα παραθαλάσσια μέρη της Μαύρης θάλασσας, Βιθυνίας καί Βυζαντίου. Αργότερα μέσω Θράκης καί Μακεδονίας κατήλθε μέχρι την Αχαΐα.
Τρίτος Απόστολος είναι ό Ιάκωβος, ό του Ζεβεδαίου, αδελφός του Ιωάννου του Θεολόγου καί Ευαγγελιστού. Είναι ό τρίτος της τριάδος Απόστολος, τον όποιον ό Κύριος ελάμβανε μαζί με τον Πέτρο καί Ιωάννη ιδιαιτέρως στίς προσευχές, αλλά καί στη Μεταμόρφωση Του. Έκήρυξε το Ευαγγέλιο σ’ ολόκληρη την Ιουδαία.
Τέταρτος είναι ό Ιωάννης ό Ευαγγελιστής καί Θεολόγος, αδελφός του Ιακώβου. Είναι ό Απόστολος πού αγαπήθηκε από τον Χριστό «σφόδρα» καί ό έπιπεσών έπι το στήθος Αυτού. Ό Ιωάννης έχει λάβει τα περισσότερα επίθετα: Απόστολος, Ευαγγελιστής, Θεολόγος, Μαθητής της αγάπης, Ήγαπημένος μαθητής, Επιστήθιος, Παρθένος, Βοανεργές – υιός της Βροντής. Έκήρυξε το Ευαγγέλιο στη Μικρά Ασία. Εξορίστηκε στην Πάτμο, όπου πλήθη απίστων προσήλθαν στο Χριστιανισμό.
Πέμπτος Απόστολος του Χριστού είναι ο Φίλιππος ό από Βηθσαϊδα της Γαλιλαίος, συμπατριώτης του Ανδρέου καί Πέτρου. Είναι αυτός πού είπε στο Ναθαναήλ «όν έγραψε Μωσής καί Προφήται εύρήκαμεν,Ίησούν τον υίόν του Ιωσήφ τον από Ναζαρέτ» (Ίω. α’, 46). Έκήρυξε το Ευαγγέλιο στη Μικρά Ασία (Λυδία καί Μυσία) καί στην Ίεράπολη μαζί με τον Βαρθολομαίο (Ναθαναήλ) καί την αδελφή του Μαριάμνη.
Εκτος Είναι ό Βαρθολομαίος ή Ναθαναήλ. Όταν ό φίλος του Φίλιππος του είπε για τον Χριστό τ’ άνωτέρω καί πλησίασε, ό Χριστός τον προϋπάντησε λέγοντας: «Ιδε αληθώς Ισραηλίτης, εν ώ δόλος ουκ εστί» (Ίω. α’, 48). Έκήρυξε το Ευαγγέλιο στους Ινδούς, οι όποιοι ονομάζονταν Ευδαίμονες καί τους παρέδωσε το κατά Ματθαίον Εύαγγέλιον.
Εβδομος Απόστολος είναι ό Θωμάς πού λεγόταν καί Δίδυμος. Είναι ό Μαθητής πού για την απιστία του είπε ό Κύριος: «Μη γίνου άπιστος, αλλά πιστός» (Ίω. κ’, 27) καί αυτός ψηλαφώντας Τον είπε: «Ό Κύριος μου καί ό Θεός μου» (κ’, 28). Έκήρυξε το Ευαγγέλιο του Χρίστου στους Πάρθους, Μήδους, Πέρσες καί Ινδούς.
Ογδοος είναι ό Ματθαίος, ό Τελώνης, αδελφός του Ιακώβου του Άλφαίου. Είναι αυτός που ακολούθησε τον Χριστό αφού εγκατέλειψε «την ύπηρεσίαν του». Μετά το μεγάλο δείπνο πού προσέφερε στον Χριστό έγινε Απόστολος καί Ευαγγελιστής. Το Ευαγγέλιο του το έγραψε στην Αραμαική γλώσσα οκτώ χρόνια μετά την Πεντηκοστή, αργότερα όμως μεταφράστηκε στα Ελληνικά. Έκήρυξε το Ευαγγέλιο στους Πάρθους καί Μήδους στους οποίους ίδρυσε Εκκλησία, μετά από πολλά θαύματα πού έκανε σ’ αυτούς.
Ενατος είναι ό Ιάκωβος ό υιός του Άλφαίου, αδελφός του Λευί δηλ. του Ματθαίου. Λέγεται καί Ιάκωβος ό μικρός, προς διάκριση από τον Ιάκωβο το μεγάλο, τον αδελφό του Ιωάννου, αλλά καί προς διάκριση από τον Ιάκωβο τον Άδελφόθεο. Ό τόπος στον όποιο έκήρυξε ό Απόστολος Ιάκωβος δεν είναι εξακριβωμένος. Αναγράφεται ότι έκήρυξε στα έθνη καί ονομάστηκε σπέρμα θειο.
Δέκατος Απόστολος είναι ό Σίμων ό Κανανίτης δηλ. ό Ζηλωτής, από την Κανά της Γαλιλαίας. Ό Σίμων ανήκε στο κόμμα των Ζηλωτών (πού στα Αραμαικά ό ζηλωτής λέγεται Κanana καί με Ελληνική κατάληξη Κανανίτης = Ζηλωτής) καί διατήρησε την ονομασία του αυτή καί ως Απόστολος, (όπως καί ό Ματθαίος ό Τελώνης). Έκήρυξε το Ευαγγέλιο του Χριστού στη Μαυριτανία καί γενικά στην Αφρική.
Ενδέκατος είναι ό Ιούδας Ιακώβου, τον οποίο ό Ματθαίος ονομάζει Λεββαϊο ή Θαδδαΐο.
Ό Ιούδας, δηλαδή αυτός διακρινόμενος από τον Ιούδα τον Ισκαριώτη, τον προδότη, είναι αδελφός του Ιακώβου του Αδελφό-θεού καί επομένως υιός του Ιωσήφ του μνήστορος. Αρα είναι «αδελφός» του Κυρίου. Λεββαΐος σημαίνει θαρραλέος καί Θαδ-δαϊος (στα Αραμαικά) σημαίνει μεγάθυμος, μεγαλόψυχος. Είναι συγγραφεύς της Καθολικής επιστολής Ιούδα. Έκήρυξε το Ευαγγέλιο στη Μεσοποταμία καί έφώτισε τα ευρισκόμενα στη χώρα αυτή έθνη.
Δωδέκατος Απόστολος τον Χριστού είναι ό Ματθίας, στη θέση του προδότη Ιούδα.
Μετά την Ανάληψη του Κυρίου, οί Απόστολοι, αφού έπιλέξανε δύο, τους καταλληλότερους από τους έβδομήκοντα Αποστόλους, έβαλαν κλήρο «καί προσευξάμενοι… επεσεν ό κλήρος έπι Ματθίαν καί συγκατεψηφίσθη μετά των ένδεκα Αποστόλων» (Πράξ. α’, 24.26).