Τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα δεν συμπεριλαμβάνονταν στα Ευαγγέλια ή στη Βίβλο. Υπήρχε μόνο μία γενική περιγραφή αρνητικών συμπεριφορών όπως «μια γλώσσα που ψεύδεται, χέρια που χύνουν αθώο αίμα και μια καρδιά που συνωμοτεί».
Ωστόσο, στην «Επιστολή προς του Γαλάτες», ο Απόστολος Παύλος κατονομάζει αμαρτίες όπως η μοιχεία, η βρωμιά, η λαγνεία, η ειδωλολατρία, η μαγεία, η λιποταξία, οι αιρέσεις, η ζήλια και το μεθύσι, χωρίς όμως να τα χαρακτηρίζει ως «θανάσιμα αμαρτήματα».
Η «λίστα» των αμαρτημάτων δημιουργήθηκε αργότερα, από τους πρώτους Χριστιανούς μελετητές για να ξεκαθαρίσουν στους πιστούς ποιοι ήταν οι ηθικοί κανόνες της θρησκείας.
Πρώτος ο μοναχός του 4ου αιώνα, ο Ευάγριος απ’ τον Πόντο, συνέθεσε στα ελληνικά μία λίστα με θανάσιμα αμαρτήματα, που όμως αριθμούσαν οχτώ και ήταν τα εξής: 1) Γαστριμαργία 2) Πορνεία 3) Φιλαργυρία 4) Υπερηφάνια 5) Λύπη 6) Οργή 7) Κενοδοξία 8) Ακηδία
Τον 6ο αιώνα, ο Πάπας Γρηγόριος Α’, γνωστός και ως «Μέγας», επισημοποίησε τη λίστα και μείωσε τα αμαρτήματα σε επτά, ενώνοντας την κενοδοξία με την περηφάνια και την ακηδία με τη λύπη, σχηματίζοντας το αμάρτημα της οκνηρίας. Πρόσθεσε δε, τη ζηλοφθονία και διέταξε τα αμαρτήματα ανάλογα με τη σημασία τους.
Χειρότερο θεωρούσε την αλαζονεία, την οποία όριζε ως τη ρίζα όλων των κακών. Ακολουθούσε η ζηλοφθονία, η οργή, η οκνηρία, η απληστία, η λαιμαργία και τέλος, η λαγνεία.
Εκτός από τα αμαρτήματα, οι θεολόγοι συνέταξαν και τη λίστα των επτά αρετών, οι οποίες εξασφάλιζαν μία θέση στον Παράδεισο για τον πιστό: 1) ταπείνωση 2) ελεημοσύνη 3) σωφροσύνη 4) νηστεία 5) αγάπη 6) μακροθυμία 7) προσευχή