Ο άνθρωπος ο υπερήφανος, ο φίλαυτος, αυτός που φοβάται τον θάνατο, που φοβάται μη χάσει τη ζωή, μη χάσει τα καλά της ζωής, είναι υποχείριο του διαβόλου, και τον κάνει ό,τι θέλει. Και έτσι ο διάβολος γαντζώνεται επάνω του, έρχονται έπειτα και οι λογισμοί, και λέει κανείς: «Να, δεν μπορώ να τους διώξω». Δεν είναι ότι δεν μπορείς. Πάρε σωστή στάση, και φεύγουν αυτοί μόνοι τους.
Όταν έχει κανείς πολλά φουσκωμένα μπαλόνια και την κλωστή από κάθε μπαλόνι την κρατάει σφιχτά μέσα στη χούφτα του, μπορεί να φυσάει αέρας, όμως τα μπαλόνια δεν φεύγουν. Χτυπιούνται μεταξύ τους, αλλά δεν φεύγουν. Ενώ, λίγο να χαλαρώσει κανείς τη χούφτα του και επομένως να μη σφίγγει τα σχοινάκια, αμέσως θα φύγουν όλα τα μπαλόνια. Αυτό είναι.
Λίγο αν χαλαρώσεις, έφυγαν οι λογισμοί. Όμως, για να χαλαρώσεις, κάπου πρέπει να στηριχθείς, δηλαδή στον Χριστό. Είμαστε όλοι, χωρίς να το καταλαβαίνουμε, κολλημένοι στη φιλαυτία μας· εκεί είναι γαντζωμένος ο καθένας. Μπορεί να κάνουμε προσευχές στον Χριστό, μπορεί να κάνουμε καλά πράγματα, αλλά όλα είναι, για να υπηρετήσουν τη φιλαυτία. Μόλις όμως το καταλάβει κανείς και τα βάλει με αυτήν και πάει κόντρα και ακριβώς θέλει να πεθάνει η φιλαυτία –αυτό γίνεται, όταν πιστέψεις στον Χριστό και τον ακολουθείς, για να πεθάνεις μαζί του– τότε απαγκιστρώνεται από τη φιλαυτία, οπότε χαλαρώνει η ψυχή, και φεύγουν όλα τα σχοινάκια, φεύγουν όλοι οι λογισμοί.
Από το βιβλίο: π. Συμεών Κραγιοπούλου, “…πάντα συνεργεί εις αγαθόν”, Πανόραμα Θεσσαλονίκης, 2014, σελ. 176.