Πώς προέκυψε το «Πάμε σαν τους στραβούς στον Άδη»
Πάμε σαν τους στραβούς στον Άδη: Μια φράση μακάβρια, απόκοσμη, αλλά και συχνή στο λεξιλόγιο μας. Πολλοί θεωρούν πως «απλά βγήκε» ή πως την είπε κάποιος και έμεινε. Ίσως να ναι κι έτσι. Όμως μια μικρή αναζήτηση στην ελληνική λαογραφία θα αποδείξει πως τίποτα τελικά δεν έχει βγει στην τύχη.
Πώς, λοιπόν, προέκυψε η πασίγνωστη φράση «Πάμε σαν τους στραβούς στον Άδη»; Η ιστορία σίγουρα θα σας εκπλήξει.
Εκεί, λοιπόν, στον Κάτω Κόσµο, που έφερε ο Χάρος τις ψυχές, είναι παγωνιά και µαυρίλα. Οι ψυχές πορεύονται ψηλαφητά, κρατώντας και ακολουθώντας η µια την άλλη.
Οι ζωντανοί ,για να φωτίσουν λίγο το δρόµο των ψυχών, ανάβουν στους τάφους των νεκρών καντήλια. Το καντήλι πρέπει ν’ ανάβει κάθε βράδυ σαράντα µέρες µετά τον θάνατο .
Όταν περάσουν οι σαράντα µέρες πρέπει ν’ ανάβει κάθε Σάββατο και απαραίτητα τα Ψυχοσάββατα , ώσπου να κλείσουν τρία χρόνια.
Αν οι ζωντανοί παραµελούν το άναµµα του καντηλιού, οι ψυχές θλίβονται και αγανακτούν ,που οι αγαπηµένοι τους ξέχασαν και πια δεν τους θυµούνται.
( Από το βιβλίο του Γιώργου Αλβανού « Το χωριό µου Βασιλικά Λέσβου »)
Διαβάστε επίσης: «Εσείς θα φύγετε και μένα θα μ’ αφήσετε εδώ. Πάλι θα ξαναρθήτε, αλλά αυτά τα μέρη θα αλλάξουν»