Πόσο επαρκή είναι τα μέτρα κατά της παραβατικότητας ανηλίκων;
Στην Κιβωτό της Ορθοδοξίας
Του Αλεξάνδρου Π. Κωστάρα
Ομότιμου Καθηγητή Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Θράκης
Ασχοληθήκαμε στο προηγούμενο άρθρο με τις «ρίζες» του κακού της παραβατικότητας των ανηλίκων. Μένει τώρα να δούμε, τί γίνεται με τα θεσμικά μέτρα που υπάρχουν για την αντιμετώπιση του σχετικού φαινομένου. Εάν ληφθεί υπ’ όψη ότι η παραβατικότητα των ανηλίκων όχι μόνο δεν μειώνεται, αλλά αντιθέτως αυξάνεται κάθε χρόνο, είναι προφανές ότι ουδεμία αποτρεπτική ισχύ έχουν τα προβλεπόμενα μέτρα. Ήδη εξαγγέλθηκε η αυστηροποίηση των ποινών από την πολιτεία για τους υποχρέους σε εποπτεία ανηλίκων, ιδίως τους γονείς εκείνους, οι οποίοι παραμελούν, την εποπτεία τους επί των ανηλίκων τέκνων τους με συνέπεια να παρουσιάζεται η σημερινή θλιβερή εικόνα στην ελληνική κοινωνία. Δεν γνωρίζω, αν η αυστηροποίηση των ποινών είναι η λύση του προβλήματος της παιδικής παραβατικοτητας. Εάν κρίνουμε από άλλες περιπτώσεις (αδιάλειπτη εκατόμβη θανατηφόρων τροχαίων ατυχημάτων, βαρειά εγκληματικότητα κλπ.) εκείνο που λείπει δεν είναι οι βαρειές ποινικές κυρώσεις, αλλά η αυστηρή εφαρμογή του νόμου. Εκεί χωλαίνουμε γενικότερα ως λαός: Στην έλλειψη σεβασμού προς τον νόμο. Εν πάσει περιπτώσει στο ζήτημα των κυρώσεων σε βάρος εκείνων, οι οποίοι παραμελούν τις υποχρεώσεις εποπτείας επί των ανηλίκων που έχουν (γονείς, επιμελητές, παιδαγωγοί, δάσκαλοι και άλλοι) πρέπει να υπενθυμίσω ότι το άρ. 360 ΠΚ, που τιμωρεί την παραμέληση της εποπτείας ανηλίκων, διατηρεί κατά βάση την κυρωτική εμβέλεια που είχε και υπό το καθεστώς του προϊσχύσαντος Ποινικου Κώδικα! Στο ίδιο κυρωτικό πλαίσιο κινήθηκε και ο νέος Ποινικός Κώδικας. Με τέτοιες όμως ποινές ουδείς εκ των υπαιτίων ασχολείται με το ζήτημα της απειλούμενης ποινικής τιμωρίας του. Δεν φοβάται την ποινική τιμωρία του, διότι δεν πρόκειται να τον αγγίξει ποτέ! Για να συμβεί αυτό, πρέπει οι σχετικές ποινές για την παραμέληση της εποπτείας ανηλίκου να είναι αντιστοίχως φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους (για το βασικό έγκλημα της παρ. 1) και φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών (για τις διακεκριμένες περιπτώσεις της παρ. 2) και χρηματική ποινή. Μόνο τότε υπολογίζει το κόστος της ασυνέπειάς του ο υπαίτιος πολίτης ή λειτουργός. Είναι όμως άλλο πράγμα η άσφαιρη ποινική κύρωση και άλλο η πρόβλεψη αυτής ως λαιμητόμου. Πρέπει λοιπόν να συνειδητοποιήσει ο ποινικός νομοθέτης το όριο που υπάρχει ανάμεσα στο αναγκαίο μέτρο και στο περιττό.
Εκτός αυτού, για τους ίδιους τους ανηλίκους παραβάτες είναι σήμερα, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, αναγκαία η ριζική αναθεώρηση του απαρχαιωμένου θεσμικού πλαισίου, που υπάρχει για αυτούς στον Ποινικό Κώδικα (άρθρα 121-133 ΠΚ). Κατ’ αρχάς είναι επιβεβλημένη πρωτίστως η τροποποίηση του άρ. 121 ΠΚ, που μάς λέει ποιοί είναι ποινικά ανήλικοι, άρα υποβάλλονται μόνο στις άλλες προβλεπόμενες για αυτούς κυρώσεις των άρ. 122 επ. ΠΚ. Σύμφωνα λοιπόν με αυτά που μάς λέει το άρ. 121 ΠΚ, το όριο της ανηλικότητας τοποθετείται στα 12 χρόνια συμπληρωμένα! Πριν από την συμπλήρωση του 12ου έτους της ηλικίας του ο ανήλικος ουδεμία απολύτως ευθύνη έχει για ό,τι κι’ αν κάνει (βλ. άρ. 126 ΠΚ). Πρέπει συνεπώς να κατέλθει τουλάχιστον κατά ένα έτος (στα 11 έτη συμπληρωμένα) το όριο της ανηλικότητας. Το ίδιο ισχύει και για το άρ. 126 παρ. 2 ΠΚ, το οποίο προσδιορίζει το όριο της ανηλικότητας, που επιτρέπει τον εγκλεισμό του ανηλίκου στο αναμορφωτήριο στα 15 έτη συμπληρωμένα. Και σε αυτή την περίπτωση πρέπει να κατέλθει το όριο της ανηλικότητας στα 14 έτη συμπληρωμένα. Σε κάθε περίπτωση, αν ληφθεί υπ’ όψη η λειτουργία που επιτελεί το κινητό στην συνεννόηση και στον προγραμματισμό μιας κακοποίησης μεταξύ διαφόρων ομάδων ανηλίκων, πρέπει να συμπεριληφθεί στον κατάλογο των αναμορφωτικών μέτρων του άρ. 122 ΠΚ και η απαγόρευση κατοχής και χρήσης κινητού τηλεφώνου για ορισμένη περίοδο, που μπορεί να φθάνει μέχρι την ενηλικίωση του ανηλίκου. Είναι αυτονόητο ότι τα σχετικά μέτρα πρέπει να επιβάλλονται όχι μόνο στους αυτουργούς ανήλικους παραβάτες, αλλά και στους συμμετόχους αυτών (ηθικούς αυτουργούς και συνεργούς τους) με ανάλογη εφαρμογή των άρ. 46 παρ. 1 και 47 ΠΚ.
Σε αυτή την αλληλουχία των σκέψεων αναγκαία είναι επίσης η τροποποίηση του άρ. 127 ΠΚ, ώστε ο εγκλεισμός σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων (αναμορφωτήριο) του άνω των 15 ετών (ή κατά την προτεινόμενη τροποποίηση του άνω των 14 ετών) ανήλικου παραβάτη να μη εξαρτάται από την τέλεση μιάς πράξης, που εάν την διέπραττε ως ενήλικος θα ήταν κακούργημα, αλλά να καταλαμβάνει καί όλες τις σωματικές βλάβες των άρ. 308 παρ. 1 εδ. α΄ επ. ΠΚ. Είναι απαράδεκτο να αγνοεί σήμερα το άρ. 127 ΠΚ την πρωτοφανή αγριότητα, με την οποία 15χρονοι (ή 14χρονοι) παλληκαράδες κακοποιούν τα ανήλικα θύματά τους προκαλώντας σε αυτά αιμορραγίες και τραύματα και να αξιώνει για την εφαρμογή του κακούργημα, δηλ. απόπειρα ανθρωποκτονίας! Στο σημείο αυτό ενδείκνυται να γίνει και μια άλλη ακόμη τροποποίηση: Να αντικατασταθεί η φορά των μέτρων που προβλέπει το άρ. 127 ΠΚ, μετά την πρόσφατη τροποποίησή του με τον Ν. 5090/2024 για τους άνω των 15 ή 14 ετών ανηλίκους παραβάτες, τα οποία μπορεί να λάβει το Δικαστήριο. Με τον τρόπο αυτό, αντί να προηγείται ο περιορισμός του ανηλίκου παραβάτη αυτής της ηλικίας σε ειδικό κατάστημα κράτησης νέων (αναμορφωτήριο) και να έπεται, κατ’ εξαίρεση η κατ’ οίκον έκτιση της τιμωρίας του υπό την επίβλεψη των γονέων του σε συνεργασία με τους ειδικούς επιμελητές ανηλίκων, το Δικαστήριο κατά πρώτον λόγο πρέπει εφεξής να επιβάλει στον ανήλικο παραβάτη την κατ’ οίκον έκτιση της τιμωρίας του και μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις να καταφεύγει στον εγκλεισμό του στο αναμορφωτήριο. Στο πρόσωπο του ανηλίκου παραβάτη πρέπει πρώτα να βλέπουμε την ανηλικότητά του και μετά την παραβατικότητά του. Είναι τραγικό λάθος να βλέπουμε τα πράγματα αντιστρόφως. Γι’ αυτό πρώτιστη φροντίδα μας πρέπει να είναι η αποτροπή του εγκλεισμού του ανηλίκου.
Εξάλλου δεν πρέπει ποτέ να λησμονούμε ότι ένας πρέπει να είναι πάντα ο στόχος μας: Να ξερριζώσουμε το κακό της παραβατικότητας των ανηλίκων, χωρίς όμως να χάσουμε τους ανηλίκους που το υπηρετούν. Το «φρούτο» πρέπει πάση θυσία να «ωριμάσει» και να μη αδιαφορούμε, αν χαθεί «άγουρο». Ο στόχος είναι ασφαλώς εξαιρετικά δύσκολος, όχι όμως ανέφικτος. Για να τον επιτύχουμε δεν αρκεί η αφύπνισή μας με την ευκαιρία κάποιου περιστατικού παραβατικότητας, που αναδεικνύει η δημοσιότητα. Χρειάζεται διαρκής ενασχόληση με το πρόβλημα μέσω μόνιμης ειδικής επιτροπής παιδοψυχολόγων, παιδαγωγών, νομικών, δικαστικών λειτουργών και άλλων, που θα προτείνουν τις αναγκαίες κάθε φορά διορθωτικές παρεμβάσεις για την ορθολογικότερη λειτουργία των σχετικών μέτρων.