Του Αναστασίου Μαρίνη, Ιστορικού
Μια πρωτοποριακή λύση σκέφιηκαν οι μοναχές της Ι. Μονής Τιμίου Προδρόμου Αγιάς προκειμένου να προωθήσουν τα μοναστηριακά προϊόντα τους και να διευκολύνουν τους καταναλωτές να τα προμηθευούν, χωρίς να είναι απαραίτητη η επίσκεψή τους στη Μονή.
Άνοιξαν «Πρατήριο» πώλησης αυτών των προϊόντων στο 21ο χιλιόμετρο της επαρχιακής οδού Λάρισας-Αγιάς. Το Πρατήριο περιλαμβάνει γαλακτοκομικά προϊόντα, ζυμαρικά, κρεατικά, τουρσιά, γλυκά του κουταλιού και μαρμελάδες και είναι ανοιχτό από το πρωί 08:00π.μ. έως το βράδυ, 21:00μ.μ.
Σύμφωνα με την Ηγουμνένη, μοναχή Θεοδοσία, η πανδημία απέτρεψε και δυσκόλεψε πολλούς προσκυνητές να προσέλθουν στη Μονή, κάτι που είχε αντίκτυπο στα περιορισμένα έσοδα του μοναστηριού. Ταυτόχρονα, οι εργασίες αναστήλωσης του παλαιού μοναστηριού, δημιούργησαν ακόμη περισσότερες οικονομικές δυσκολίες, που έπρεπε άμεσα να αντιμετωπιστούν. Έτσι, η απόφαση να δημιουργηθεί αυτό το «Πρατήριο» που θα προωθούσε τα προϊόντα της Μονής και θα βοηθούσε οικονομικά το έργο του, ήταν κάτι περισσότερο από επιτακτική.
Οι μοναχές ευελπιστούν γρήγορα τα μοναστηριακά τους προϊόντα να τύχουν της θετικής ανταπόκρισης του κόσμου, καθώς όλα τα προϊόντα παρασκευάζονται από αγνά υλικά, κάτι που τα κάνει ιδιαίτερα και ξεχωριστά.
Δυο λόγια για το Ιστορικό της Μονής Τιμίου Προδρόμου:
Το Μοναστήρι του Τιμίου Προδρόμου βρίσκεται τριάμισι χιλιόμετρα δυτικά του χωριού Ανατολή, σε υψόμετρο 1100 μέτρων στον ορεινό όγκο Κισσάβου (Όσσας). Κτίστηκε από τον Άγιο Δαμιανό τον εκ Κισσάβου το 1550 μ.Χ., ο οποίος οργάνωσε και την κοινοβιακή μοναστική αδελφότητα που ήκμαζε μέχρι πριν από τον Β´ Παγκόσμιο Πόλεμο. Κατόπιν το Μοναστήρι ερημώθηκε.
Το 1980, κοντά στο μεταβυζαντινό αρχικό οικοδομικό συγκρότημα, Αγιορείτες Πατέρες άρχισαν να κτίζουν καινούρια πτέρυγα, την οποία εγκατέλειψαν το 1985. Από τον Ιούλιο του 2000 μ.Χ. το Μοναστήρι ανέλαβε να αποκαταστήσει μια διεθνής ομάδα μοναζουσών (ορθόδοξες μοναχές από διάφορες χώρες). Οι ίδιες μοναχές λειτουργούν και το Ησυχαστήριο «Απόστολος Παύλος», που βρίσκεται στην Αττική. Ασχολούνται με τις «λειτουργικές τέχνες», παράλληλα δε και ιδιαίτερα, με βιολογική γεωργία και κτηνοτροφία.
Ο τρόπος που η μοναστική αυτή κοινότητα αντιλαμβάνεται τον πολυεθνικό χαρακτήρα του μοναστηριού είναι μια διεθνής ιεραποστολή, που επιβεβαιώνει έμπρακτα ότι στην ορθοδοξία δεν υπάρχει διάκριση έθνους, φυλής και γλώσσας. Γνωστό σιγά σιγά γίνεται ότι στο μοναστήρι πωλούνται οικολογικά γεωργικά και κτηνοτροφικά προϊόντα, κυρίως γαλακτοκομικά και παράγωγά τους, για την εξασφάλιση των απαραιτήτων προς το ζην.
Οργανώνονται κατά καιρούς συναντήσεις ομάδων με ενδιαφέρον για την Ορθοδοξία, το Μοναχισμό, την οικολογική συνείδηση και άλλα παρεμφερή θέματα.
Στόχος καίριος επίσης για τη μοναχική κοινότητα και όλο τον κόσμο είναι η αναστήλωση της Παλαιάς Μονής, που είναι κόσμημα τοπικής αρχιτεκτονικής, όπως επίσης και καμάρι της θεσσαλικής πολιτιστικής κληρονομιάς.
Ηγουμένη είναι η μοναχή Θεοδέκτη και η αδελφότητα αριθμεί 15 μοναχές και 5 δόκιμες.