Κάθε προσευχή αγιάζει τον άνθρωπο και του επιστρέφει την «δύναμη νά ἐνεργή»[1]. Αυτής της προσευχής κοινωνός ο άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης καταθέτει: «ἕνα ὄν δέν εἶναι ὁ ἄνθρωπος, παρά ὅταν κινῆται ἀπό τό ἅγιον Πνεῦμα, ὅταν εἶναι εἰκών ὁμοιωθεῖσα»[2].
Στον αντίποδα, «ἀδιακρίτως καί πάσα προσευχή δέν εἶναι σωτήριος καί εὐάρεστος εἰς τόν Θεόν, πολλάκις αὔτη γίνεται εἰς ἁμαρτίαν, καθώς λέγει ὁ προφήταναξ· ἐάν δέ προσέχωμεν εἰς τά λόγια της προσευχῆς, ἀλλ’ ἀμελῶς καί ἀνευλαβῶς κινῶμεν μόνον τήν γλώσσαν καί τά χείλη, τότε ἡ προσευχή μᾶς εἶναι ματαῖα καί ἀνωφελής»[3].
Η προσευχή λοιπόν ως θυσία, ακριβώς γιατί ενσαρκώνει την αλήθεια και την αγάπη ως μέθεξη στο Πρόσωπο του Κυρίου Ιησού Χριατού λειτουργει αγιαστικά και μεταμορφωτικά, κομίζοντας την ουσία της ενότητας απλωτικά τόσο στην κάθετη όσο και στην οριζόντια διάστασή της. Δεν λειτουργεί ως «ἀντίδοσιν»[4] προς τον Θεό εξαιτίας των αμαρτιών μας, αλλά εδράζεται στην ελεύθερη αγαπητική – ερωτική» σχέση με το Θείο, ακριβώς επειδή μετέχει στην κοινωνία των αγαθοπρεπών δωρεών Του.
Παραπομπές:
[1] Ευδοκίμοφ Παύλου, Η Ορθοδοξία, σελ. 113
[2]Αυτόθι, σελ. 113.
[3] Γώγου Γρηγορίου, Λόγοι Εκκλησιαστικοί, τύποις Γεωργίου Καρυοφύλλη, Ἐν Ἀθήναις 1865,
σελ. 132.
[4] Σωτηρόπουλου Χαραλ. Οἱ Νηπτικοί Πατέρες περί τῆς κατά Χριστόν τελειώσεως τοῦ ἀνθρώπου, σελ. 131