Dogma

Προσευχή και Αποκάλυψη

Του Δημητρίου Λυκούδη, θεολόγου

Ο προσευχόμενος κοινωνεί το Φώς της Αποκαλύψεως, βιώνει την μεταμόρφωσή του μέσα στο φώς του Θεού. Δεν μεταβάλλεται η φύση του, ακόμα και όταν καθίσταται άκτιστος “κατά χάριν Θεού”, αλλά μεταμορφώνεται (η φύση του) φθάνοντας στη θέωση, χωρίς παράλληλα να παύει να είναι άνθρωπος και κτίσμα.

Ο Μέγας Βασίλειος παρατηρεί: «Πρωταρχικόν καθῆκον τοῦ νοῦ εἶναι νά ἀποκτήση ἐπίγνωσιν τοῦ θεοῦ, τοιάυτην φυσικά ἐπίγνωσιν, ὅση εἶναι δυνατή προκειμένου περί δύο ἄκρως ἀνομοίων ὄντων, τοῦ ἐλαχίστου ἀπό τήν μίαν πλευράν καί τοῦ ἀπειρομεγέθους ἀπό τήν ἄλλην. Σημειωτέον ὅμως ὅτι αὐτή ἡ γνῶσις δέν εἶναι νοησιαρχική, ἀλλά πνευματική, καί διά τοῦτο δύναται νά εὑρίσκεται εἰς συσχετισμόν μέ τήν πνευματικόν ἐμπειρίαν. Μεταξύ θείας ἐνεργείας, γνώσεως, πίστεως, προσκυνήσεως, ὑπάρχει στενή ἀλληλουχία κατά τήν ὁποίαν ἑκάστη λειτουργία παράγεται ἀπό τήν ἀμέσως προηγούμενην καί εὑρίσκεται ἐπίσης εἰς ἀλληλεξάρτησιν μέ ὄλας τάς ἄλλας»[1].

Η συχνή επίκληση του ονόματος του Ιησού κάνει τη λαμπρότητα της Μεταμορφώσεως να διεισδύει μέσα σε κάθε πτυχή της ζωής του ανθρώπου[2]. Αρχικά μεταμορφώνει τη σχέση του προσευχόμενου με τον υλικό κόσμο που την περιβάλλει και ακολούθως με τους συνανθρώπους του.

Παραπομπές: 

[1] Χρήστου Πανάγ., Ελληνική Πατρολογία, τόμος Δ’, Περίοδος Θεολογικής ακμής, Δ’ και Ε’ αιώνες, εκδ. Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 2006, σελ. 61.

[2]  Ο Επίσκοπος Κάλλιστος Ware τονίζει: «Λειτουργικά ἡ Εὐχή δέν εἶναι λιγότερη περιεκτική· περιλαμβάνει τίς δύο κύριες “στιγμές” τῆς Χριστιανικῆς Λατρευτικῆς πράξης: τή στιγμή τῆς προσκύνησης, τῆς ἐνατένισης τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ κι τῆς ἀναζήτησής Του μέ τήν ἀγάπη· καί τή “στιγμή” τῆς μετάνοιας, τῆς αἴσθησις τῆς ἀναξιότητας καί τῆς ἁμαρτίας. Ὑπάρχει μία κυκλική κίνηση μέσα στήν Προσευχή, μία ἀκολουθία ἀνάβασης καί ἐπιστροφῆς. Στό πρῶτο μισό της Προσευχῆς ἀνερχόμαστε πρός τό Θεό: “Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ Θεοῦ,…” καί κατόπιν στό δεύτερο μισό γυρίζουμε στόν ἑαυτό μας μέ συντριβή “…ἐλέησον μέ τόν ἁμαρτωλό”. Ἐκεῖνοι πού ἔχουν γευθεῖ τό  δῶρο τοῦ Πνεύματος ἔχουν ταυτόχρονα συνείδηση δύο πραγμάτων: ἀπό τή μία μεριά τῆς Χαρᾶς καί τῆς Παρηγοριᾶς· ἀπό τήν ἄλλη μεριά, τῆς ταραχῆς, τοῦ φόβου καί τοῦ θρήνου. Τέτοια εἶναι ἡ ἐσωτερική διαλεκτική της Νοερᾶς Προσευχῆς» (Ware Καλλίστου, Η Δύναμη του Ονόματος, σελ.

31-32).