«Αδελφέ, μη βάλης σεαυτόν διακρίναι τους ερχομένους σοι λογισμούς· και γαρ ουκ έστι του μέτρου σου». Αδελφέ, μην προσπαθείς εσύ να διακρίνεις τους λογισμούς σου, διότι δεν είσαι σε τέτοια μέτρα, που να μπορείς να τους διακρίνεις.
Να, κάτι πάρα πολύ σοβαρό, κάτι πολύ σημαντικό. Δεν ξέρω αν υπάρχει κανένας χριστιανός που δεν πέφτει έξω σ’ αυτό το σημείο. Λίγο πολύ όλοι γίνονται σύμβουλοι του εαυτού τους και νομίζουν ότι είναι σε θέση να καταλάβουν τι είναι ο ένας λογισμός, τι είναι ο άλλος, γιατί έρχεται ο ένας λογισμός, γιατί έρχεται ο άλλος, και διαφεντεύουν, και μόνος κανονίζει ο καθένας τον εαυτό του. Όταν μάλιστα συμβεί να είναι κανείς και λίγο αρρωστημένος τύπος, να έχει μέσα του αρρωστημένες καταστάσεις, οπότε οι λογισμοί είναι ακόμη πιο πολλοί και ακόμη πιο παράξενοι, κάθεται και γίνεται θύμα των λογισμών. «Α, ήρθε αυτός ο λογισμός. Γιατί ήρθε; Να, ζητάει αυτό και θέλει εκείνο». Και τρελαίνεται κανείς. Ενώ είναι απλά τα πράγματα. Μην προσπαθείς να διακρίνεις εσύ τους λογισμούς· μη νομίζεις ότι είσαι σε κατάσταση που έχεις διάκριση και μπορείς επομένως να καταλάβεις τι είναι οι λογισμοί που σου έρχονται.
Προσωπικώς, επανειλημμένως έχω διαπιστώσει –και νομίζω ότι το καταλαβαίνετε κι εσείς αυτό και το δέχεστε– ότι πάρα πολλοί χριστιανοί ταλαιπωρούνται από τους λογισμούς. Και όπου υπάρχουν αρρωστημένες καταστάσεις, τον τρελαίνουν τον άνθρωπο οι λογισμοί. Μπορεί καμιά φορά να έρθουν και καλοί λογισμοί· δεν είναι μόνο οι κακοί λογισμοί. Σε έναν αρρωστημένο τύπο μπορεί, για παράδειγμα, να έρθει λογισμός ότι μπορεί να νηστέψει πολύ. Και τον βάζει λοιπόν να κάνει νηστεία υπερβολική. Και αυτός, καθώς δεν έχει διάκριση να καταλάβει από πού έρχεται αυτός ο λογισμός, τον πιστεύει και γίνεται θύμα του λογισμού, και νομίζει μάλιστα ότι κάνει και θεάρεστο έργο. Ενώ, και τίποτε άλλο να μη συμβεί –που είναι ενδεχόμενο να βλάψει κανείς την υγεία του– τίποτε άλλο να μη συμβεί, και μόνο που κάνει το χατίρι του λογισμού και δια μέσου του λογισμού πέφτει στα χέρια του διαβόλου, φτάνει αυτό. Και άλλα πράγματα μπορεί να έρθουν ως λογισμός. Καλά πράγματα· δεν παίρνουμε μόνο τα κακά.
Προσοχή λοιπόν στους λογισμούς.
Η προσευχή και οι λογισμοί φόβου και δειλίας
Μάλιστα, στο σημείο αυτό, έχοντας υπ’ όψιν τον σημερινό άνθρωπο –καθώς σήμερα οι περισσότεροι των ανθρώπων έχουν και αρρωστημένες καταστάσεις μέσα τους– θα ήθελα να πω να προσέξουμε λίγο και το θέμα της προσευχής. Τονίζουμε ότι γενικά είναι καλύτερα να μη δίνει κανείς καμία σημασία στους λογισμούς. Καμία σημασία. Όποιοι κι αν είναι. Είτε καλοί είναι είτε μη καλοί. Είτε είναι λογισμοί που φέρνουν ταραχή, ανησυχία, τρόμο, είτε είναι λογισμοί που φέρνουν γλυκύτητες και τέτοια.
Ειδικότερα, όταν έρχονται λογισμοί φόβου, δειλίας, τρόμου, να προσέξει κανείς στο θέμα της προσευχής. Αρχίζοντας κανείς να προσεύχεται, είναι ενδεχόμενο, αν δεν προσευχηθεί σωστά, να κάνει χειρότερα τα πράγματα μέσα του. Και γι’ αυτό η συμβουλή θα ήταν ούτε προσευχή να κάνει. Αλλά πρέπει να προσπαθήσω να το εξηγήσω αυτό. Ας πούμε, έχει κανείς τρόμο μέσα του. Αρχίζει να κάνει προσευχή και να λέει: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Όμως, τη λέει την προσευχή κατά έναν τέτοιον τρόπο, σαν να τον κρατάει τον τρόμο, σαν να το κρατάει το βίωμα του τρόμου· μάλιστα, σαν να το βάζει και πιο βαθιά μέσα του το βίωμα αυτό. Δεν ωφελεί έτσι η προσευχή.
Η προσευχή έχει αυτόν τον σκοπό: τελείως να ξεχάσεις αν σε ενοχλεί κάτι ή δεν σε ενοχλεί. Απλώς παίρνεις αφορμή από αυτό και τρέχεις στον Χριστό. Την ώρα λοιπόν που προσεύχεσαι, να αγνοήσεις τον λογισμό· μην έχεις υπ’ όψιν σου τον λογισμό, μην πάει το μυαλό σου εκεί. Απλώς παίρνεις αφορμή από τον λογισμό, από τον φόβο, από ό,τι αισθάνεσαι μέσα σου, και τρέχεις στον Χριστό. Έτσι κάνε προσευχή όσο μπορείς. Αλλιώς, εάν καταλαβαίνεις ότι, καθώς προσεύχεσαι, μάλλον πιο πολύ τρομάζεις, μάλλον πιο πολύ κυριεύεσαι από την κατάστασή σου, σταμάτα να προσεύχεσαι.
Γι’ αυτό σ’ αυτές τις περιπτώσεις, όταν πρόκειται πιο πολύ για αρρωστημένες καταστάσεις, είναι ανάγκη κανείς να βρει συγκεκριμένο άνθρωπο να του εμπιστευθεί τον εαυτό του και να μη δώσει καμιά σημασία σε όλα αυτά, να τα ξεχάσει τελείως, όσο κι αν τον τραβούν από δω και από κει. Και έτσι οι λογισμοί φεύγουν. Δηλαδή, τις πιο πολλές φορές οι λογισμοί σε αφήνουν, μόλις τους αφήσεις. Ας σου φαίνεται ότι δεν φεύγουν. Κάπου γαντζώθηκαν σ’ εσένα και δεν φεύγουν. Κατά κάποιον τρόπο σαν να τους κρατάς εσύ. Όταν λοιπόν τα γαντζάκια αυτά θα τα αφήσεις, όταν θα πάψεις να κρατάς τους λογισμούς, θα φύγουν.
Από το βιβλίο: π. Συμεών Κραγιοπούλου, “…πάντα συνεργεί εις αγαθόν”, Πανόραμα Θεσσαλονίκης, 2014, σελ. 176.