Η ψυχική ειρήνη είναι μεγάλο δώρο του Χριστού μας στον άνθρωπο. Αυτή τον εισάγει από την παρούσα ζωή των θλίψεων και των ταραχών στην αιώνια ζωή της χαράς και της ειρήνης, της Βασιλείας του Θεού. Ο κάθε άνθρωπος, όλοι μας, έχουμε υποχρέωση να φυλάττουμε ως κόρη οφθαλμού την θεία αυτή ειρήνη και να την αξιοποιούμε προς το συμφέρον και την σωτηρία της ψυχής μας. Αυτή η ειρήνη, όταν αποκτηθεί από τον πιστό, ακτινοβολείται προς τα έξω και ειρηνεύει όσους έρχονται σε επαφή με αυτόν, κατά τον λόγο του Αγίου Σεραφείμ του Σάρωφ:
Έχε ειρήνη στην καρδιά σου
και τότε χίλιες ψυχές θα ’ρθούν κοντά σου.
Όλοι εμείς που πιστεύουμε στον Κύριό μας Ιησού, τον Ποιητή και Πλάστη και Θεό μας, και προσπαθούμε να εργαζόμαστε το αγαθόν κάτω από αντίξοες συνθήκες, ακόμη και αν ο κόσμος γύρω μας βιώνει ποικίλες ταραχές, κάνουμε αγώνα να διατηρούμε την ειρήνη Του στην καρδιά μας. Και αυτός είναι ο ωραίος αγώνας κάθε χριστιανού, ο άριστος αγώνας όλων μας, να εργαζόμαστε για την απόκτηση του μεγάλου δώρου της ειρήνης, που μας στέλνεται από τον ουρανό, δώρο, το οποίο μαζί μας απολαμβάνουν και όλοι όσοι βρίσκονται κοντά μας, η οικογένειά μας, ο εργασιακός μας περίγυρος, το κοινωνικό μας περιβάλλον.
Για εμάς τους χριστιανούς, ισχύει ότι τότε μόνο ονομαζόμαστε πραγματικοί χριστιανοί, όταν ειρηνεύουμε. Η ειρήνη, η πραότητα, η γαλήνη, η καταδεκτικότητα, η προσήνεια, είναι τα χαρακτηριστικά του κάθε χριστιανού, που έχει δεχθεί το δώρο της ειρήνης από τον ειρήναρχο Κύριο.
Ειρήνη, λοιπόν, σημαίνει παρουσία του Χριστού στην ζωή μας. Και αυτή όχι μόνο την νιώθουμε στην καρδιά μας, αλλά και γίνεται ορατή από όλους τους πλησίον μας, αφού ο Χριστός μας είναι «η ειρήνη ημών (Εφεσ. β΄ 14).
Η ειρήνη του Χριστού μας στέλνεται καθημερινά από Αυτόν ως δώρο, όπως δώρο είναι το φως, η βροχή, ο άνεμος και κάθε τι που στέλνει ο ουρανός στην γη βοηθώντας την επιβίωσή μας. Η ειρήνη είναι ένα θεϊκό χάδι, είναι μια έκφραση θεϊκής στοργής, έκφραση αναπαύσεως του κοπιάζοντος ανθρώπου και περιφρουρεί τις καρδιές και τα νοήματά μας, ώστε να πορευόμαστε κατά το Θείο θέλημα.
Αν ως χριστιανοί εργαζόμαστε το αγαθόν, αγωνιζόμαστε νόμιμα στον στίβο της ζωής και ζούμε «σωφρόνως και δικαίως και ευσεβώς» (Τιτ. β΄ 12), τότε ειρηνεύουμε. Ειρηνεύουμε ως άνθρωποι, ειρηνεύουμε ως οικογένειες, ειρηνεύουμε ως κοινωνία, ειρηνεύουμε ως εκκλησία. Η σωφροσύνη μας ειρηνεύει εσωτερικά, η δικαιοσύνη μας ειρηνεύει κοινωνικά και η ευσέβεια μας ειρηνεύει με τον Θεό μας, από την χάρη του οποίου προσπαθεί να μας απομακρύνει ο πολεμήτορας διάβολος.
Ειρήνη, λοιπόν, με τον Θεό, ειρήνη με τον πλησίον, ειρήνη με τον εαυτό μας, είναι στόχος και πόθος και αγώνας μας. Ο προβληματισμός μας ας είναι διαρκής και ας στοχεύει στην καθημερινή εργασία του αγαθού στην ζωή μας. «Ειρήνη παντί τω εργαζομένω το αγαθόν» ( Ρωμ. β΄ 10).
Η ειρήνη αποτελεί το κύριο γνώρισμα της θεότητος και ο ίδιος ο Θεός ονομάζεται «Θεός της ειρήνης» (Β΄ Κορ. ιγ΄ 11). Έτσι, ο σκοπός της ενανθρωπήσεως του Υιού Του ήταν να επιφέρει την ειρήνη μεταξύ του Θεού Πατρός και των ανθρώπων, ειρήνη, η οποία είχε διαταραχθεί από το προπατορικό αμάρτημα και από τις μετέπειτα αμαρτίες των ανθρώπων. Δυστυχώς, η καθολική επικράτηση της ειρήνης είναι αδύνατη, αφού όλοι οι άνθρωποι δεν δέχονται τον Χριστό μας, τον Άρχοντα της ειρήνης.
Ο Κίπλιγκ στο περίφημο ποίημά του «Αν» έλεγε ότι τότε μόνο θα μπορείς να ονομάζεσαι Άνθρωπος με άλφα κεφαλαίο, όταν μπορείς να κρατείς τα λογικά σου, την στιγμή που όλοι τριγύρω σου τα έχουν χαμένα. Για εμάς τους χριστιανούς ισχύει, ότι τότε μόνο ονομαζόμαστε πραγματικοί χριστιανοί, όταν ειρηνεύουμε. Και την ειρήνη όχι μόνο την νιώθουμε στην καρδιά μας, αλλά και γίνεται ορατή από όλους τους πλησίον μας, αφού έχοντας καταστείλει τον εμφύλιο πόλεμο που διεξάγεται μέσα μας με την υποταγή της σάρκας στο πνεύμα, δηλαδή του σαρκικού φρονήματος στον νόμο του Πνεύματος, ο κόσμος των λογισμών μας κινείται με κοσμιότητα και καθαρότητα. Η ειρήνη, λοιπόν, είναι το βραβείο του Θεού στις καρδιές των χαριτωμένων αγωνιστών, μας λέει και ο Απόστολος Παύλος, «η ειρήνη του Χριστού βραβευέτω εν ταίς καρδίαις υμών» (Κολοσ. γ΄ 15).
Για να δεχθούμε το δώρο της ειρήνης, πρέπει να πάψουμε να υφιστάμεθα τον πόλεμο των λογισμών, να μην αφήνουμε χώρο για αποδοχή τους. Αυτοί αναταράζουν την ύπαρξή μας και χαλαρώνουν την ισορροπία μεταξύ του νου και της καρδιάς μας, ώστε να φυγαδεύεται η χαρά και η ειρήνη από την ζωή μας. Το θεϊκό δώρο της ειρήνης ειρηνεύει τις σχέσεις μας με τους συνανθρώπους μας, είτε αυτοί είναι οι οικείοι μας, είτε είναι εκείνοι με τους οποίους ερχόμαστε σε συναναστροφή στο περιβάλλον μας, στην εργασία μας, στην καθημερινότητά μας.
Τέλος, μας ειρηνεύει τόσο, ώστε να λησμονούμε την πίεση που μας ασκούν οι «ένδοξοι», οι ισχυροί της γης, οι καταπιεστές των εθνών, οι τύραννοι των λαών, οι οποίοι, με τις αποφάσεις τους ρυθμίζουν τις ζωές μας και μας κάνουν να αισθανόμαστε ότι είμαστε σε ένα συνεχή και μάταιο πόλεμο.