Σταυρός, ο κλήρος και η δόξα του χριστιανού
Ο χριστιανός που πιστεύει στον Θεό, εκείνος που είναι προορισμένος να κληρονομήσει την βασιλεία του Θεού, αναγνωρίζεται από τον σταυρό.
Γι’ αυτό και ακριβώς πρέπει να τον σηκώνουμε με κουράγιο, υπομονή, καρτερία, μυστική χαρά, προσβλέποντας στην ουράνια αμοιβή. «Μην εκπλήττεσαι δια τας επερχομένας θλίψεις», λέγει ο αββάς Ισαάκ ο Σύρος, «ουδείς γαρ αναβέβηκεν εις τον ουρανόν μετά ανέσεως».
Ο φιλήδονος βίος εισάγει στην αιώνια κόλαση. Θυμήσου την παραβολή του πλουσίου και του Λαζάρου. Ο πλούσιος ενεδιδύσκετο πορφύραν και βύσσον, τα πολυτιμότερα και πολυτελέστερα και ακριβότερα υφάσματα της εποχής εκείνης, ευφραινόμενος όχι μία φορά την εβδομάδα ή τον μήνα, αλλά καθ’ ημέραν. Καθημερινώς. Και πώς ευφραινόταν; Λαμπρώς. Με τα καλύτερα τρόφιμα και ακριβότερα ποτά. Αυτή και μόνη η ζωή του, ο τρόπος της ζωής του τον έριξε στις αδηφάγες φλόγες της κολάσεως, χωρίς να είναι παραβάτης των ηθικών επιταγών: ου κλέψεις, ου φονεύσεις, ου μοιχεύσεις.
Αντιθέτως ο φτωχός Λάζαρος σήκωσε τους βαρύτερους σταυρούς που είναι δυνατόν ένας άνθρωπος να σηκώσει. Σήκωσε τον σταυρό της φτώχειας, της εγκαταλείψεως, της περιφρονήσεως, και τον μεγαλύτερο όλων των σταυρών, τον σταυρό μιας επώδυνης αθεράπευτης, ισόβιας ασθένειας, της λέπρας, από την οποία πέθανε. Και αυτός ο σταυρός τού εξασφάλισε την πιο όμορφη θέση στον παράδεισο. Τους κόλπους του Αβραάμ.
Γιατί λοιπόν να διαμαρτυρόμαστε, να γογγύζουμε όταν σηκώνουμε σταυρό; Μάλλον να χαιρόμαστε, διότι ο σταυρός αυτός είναι απόδειξη της εύνοιας του Θεού, ότι δηλαδή ο Θεός θέλει να κληρονομήσουμε την βασιλεία του. Πανηγύριζε λοιπόν για οποιονδήποτε σταυρό, υψώνοντας τα μάτια στους ουρανούς.
Θυμήσου την αγία Συγκλητική πόσο υπέφερε από την αρρώστια της. Το πρόσωπό της σάπισε, έβγαζε μια ανυπόφορη δυσοσμία τόση, ώστε κανένας δεν μπορούσε να την πλησιάσει χωρίς αρωματικά. Και όμως η μακαρία δεν παραπονέθηκε, δεν γόγγυσε, δεν απέκαμε. Αλλά σαν νέος Ιώβ υπέμεινε και έλαβε παρά Κυρίου τον δίκαιο στέφανο του αναίμακτου μαρτυρίου της.
Εάν συκοφαντήθηκες, υβρίσθηκες, περιφρονήθηκες, εμπαίχθηκες, θυμήσου τον άγιο Νεκτάριο. Πόσο συκοφαντήθηκε, υβρίσθηκε, περιφρονήθηκε! Πόσο βαρύ σταυρό σήκωσε! Δεν είχε πόνους σωματικούς, αλλά πόνους ηθικούς, ψυχικούς. Καρτεροψύχως μέχρι τέλους σήκωσε τον σταυρό του, για να δοξάζεται στους ουρανούς, συναριθμημένος με τους μεγάλους ιεράρχες της Εκκλησίας μας, και να υμνείται και εγκωμιάζεται και προσκυνείται στην γη από τους χριστιανούς.
«Νυξ μοι υπάρχει, Κύριε, ζοφώδης και ασέληνος, οίστρος ακολασίας». Η ζωή μου, Κύριε, είναι μία νύχτα ζοφώδης και ασέληνος. Ένας παγερός χειμωνιάτικος άνεμος την διαπερνά και την παγώνει.
Ταλαίπωρος εγώ άνθρωπος. Βλέπω μέσα μου έναν άλλο νόμο, αντίθετο στον νόμο του νοός μου, της πίστεώς μου και των αρχών μου. Διότι δεν κάμω, Κύριε, το καλό το οποίο θέλω, αλλά πράττω το κακό, το οποίο δεν θέλω. Αλλά συ, Κύριε, παράβλεψε την φωνή του παλαιού ανθρώπου και τείνε σπλαχνικό το αυτί σου στη φωνή της καρδιάς μου.
Τα χρόνια μου, Κύριε, περνούν, αλλά τα πάθη μου δεν περνούν. Τα κύτταρά μου γερνούν, αλλά ο παλαιός άνθρωπος δεν γερνάει. Οι δυνάμεις μου εξασθενούν, αλλά οι επιθυμίες μου δεν εξασθενούν. Συ όμως, Κύριε, δες το βάθος της καρδιάς μου και όχι την δύναμη της σαρκός μου.
Όταν με κρίνεις κατά την φοβερά ημέρα της κρίσεώς σου, δίκασέ με με την άκρα ευσπλαχνία, επιείκεια και αγαθότητά σου. Μη με δικάσεις με το μέτρο της δικαιοσύνης σου, διότι δεν θα βρω τόπο να σταθώ και δύναμη να αρθρώσω λόγους δικαιολογίας και απολογίας ενώπιόν σου.
Θυμήσου, Κύριε, ότι χάριν εμού υπέφερες επί του ξύλου του σταυρού. Θυμήσου, Κύριε, ότι χάριν εμού σταγόνα προς σταγόνα έδωκες το πανάγιό σου αίμα. Εξ ονόματος του αγίου σου πάθους άρπαξε την ψυχή μου από τα μαύρα χέρια του νοητού άρχοντα του σκότους και τοποθέτησέ την στην τελευταία άκρη της βασιλείας σου, για να χαίρομαι μαζί με τους απ’ αιώνος αγίους σου την χαρά του παραδείσου σου βλέποντας την γλυκύτητα του αγίου σου προσώπου.
Πάντα ταύτα ζητώ, Κύριε, δια των πρεσβειών της αγίας σου Μητρός, του αγίου σου προφήτου και Βαπτιστού Ιωάννου, των αγίων σου Αποστόλων και Μαρτύρων και Οσίων.
Από το βιβλίο: † Αρχιμ. Σεραφείμ Δημόπουλου, ΛΟΓΟΙ ΟΙΚΟΔΟΜΗΣ Α’. Έκδοση Φιλ. Σωματείου «Ιωάννης ο Χρυσόστομος», Λάρισα 201