– Κάποια παγερή ημέρα –έλεγε ένας γέροντας της πόλεως– είδα τον Γέρο-Γεώργιο ξυπόλυτο στον δρόμο. Εμείς θαυμάζαμε την τόση υπομονή και καρτερία του. Περπατούσε με το στήθος του, όπως πάντα, ανοικτό, χωρίς σκούφο στο κεφάλι του και το χιόνι με τον δυνατό αέρα τον σκέπαζε. Περπατούσε ειρηνικός, χωρίς βιασύνη και έλεγε ψαλμούς και προσευχές. Όταν έμπαινε στα αρτοπωλεία, άπλωνε τα πόδια του επάνω στην ανθρακιά. Ξεμούδιαζαν λίγο μέχρι να φύγει η παγωνιά από τα δάκτυλά του.
Αργότερα ανέλαβε τη φροντίδα της υγείας του ένας πιστός γιατρός, ονόματι Μπαντέσκου. Με την επιμονή του γιατρού ο Γέρο-Γεώργιος μετοίκησε κοντά στην οικία του, όπου του παραχωρήθηκε ένα δωμάτιο. Σ’ αυτό έμενε του λοιπού. Δεν είχε μέσα σόμπα, μόνο ένα παγκάκι για κρεβάτι, ένα τραπέζι και μια εικόνα με το καντήλι της. Σ’ αυτό το κελλάκι του συνήθιζαν να έρχονται τώρα και οι ζητιάνοι του. Την νύκτα κρατούσε το ίδιο πρόγραμμά του. Μόνο που θα έπρεπε να περπατά κάθε φορά αρκετά για να πάει στην εκκλησία.
Στις μεγάλες εορτές ουδέποτε απουσίαζε από την εκκλησία. Στεκόταν στην ίδια θέση, δεξιά από την εικόνα του Σωτήρος Χριστού του τέμπλου. Δεν κοίταζε απ’ εδώ και απ’ εκεί. Δεν κινούνταν καθόλου ολόκληρες ώρες. Σαν να ήταν ένας πέτρινος στύλος. Ίδρωνε το δάπεδο από τα ίχνη των ποδιών του. Αγαπούσε πολύ την εορτή των Θεοφανείων. Στεκόταν πάντοτε μπροστά, ξυπόλυτος επάνω στο χιόνι. Έλιωνε ο πάγος κάτω από τα πόδια του και τα δάκτυλά του κινούνταν καλύτερα.
Για Πνευματικό του είχε για πολύ καιρό τον φημισμένο ιερέα π. Γεώργιο Μυρονέσκου από το χωριό Κουτς της πόλεως Πιάτρα Νεάμτς. Σ’ αυτόν εξομολογιόταν αρκετά συχνά και κοινωνούσε στις μεγάλες εορτές.
Ένας από τους πιο στενούς μαθητές του ήταν ο πρωτοσύγκελλος π. Δαμασκηνός Τροφίν από το μοναστήρι Νεάμτς. Καταγόμενος από την πόλη Πιάτρα, μας διηγόταν με δάκρυα θαυμασμού μερικές ιστορίες από τη ζωή του Γέρο-Γεωργίου:
«Ο Γέρο-Γεώργιος ήταν φίλος των γονέων μου. Τον θυμάμαι από τα παιδικά μου χρόνια. Ήταν ένας άγιος. Συχνά με άλλα παιδιά του σχολείου τον ακολουθούσαμε, όταν περπατούσε στους δρόμους και τον ακούγαμε να προσεύχεται. Ασπαζόμασταν το βιβλίο που κρατούσε και εκείνος μας χάϊδευε στο κεφάλι. Μερικές φορές με είχε πάρει μαζί του στην εκκλησία για προσευχή. Θαύμαζα την άσκησή του. Ήμουν 15 ετών. Κοιμόταν περί τις δύο ώρες. Στις 11 πριν τα μεσάνυχτα κλειδωνόμασταν μέσα στην εκκλησία. Εμένα με έστελνε στο αναλόγιο του δεξιού χορού.
– Αδελφέ Δημήτριε, εσύ διάβασε με το κερί ευχές από το Ωρολόγιο και εγώ θα σταθώ εδώ, λίγο μακριά από σένα.
Και στεκόταν ακίνητος και όρθιος επάνω στο παγερό πέτρινο δάπεδο με τα χέρια ψηλά προσευχόμενος. Κάποτε-κάποτε έψελνε χαμηλά ή έκανε ίσον. Εγώ δεν καταλάβαινα τα λόγια των προσευχών του, αλλά τον κοιτούσα στα κρυφά πώς προσευχόταν. Μετά από λίγο άφηνε το Ψαλτήρι και μνημόνευε όλους τους Αγίους του Ημερολογίου, λέγοντας για τον καθένα και μια σύντομη προσευχή: “Αγιε … πρέσβευε υπέρ ημών των αμαρτωλών”.
Έτσι περνούσε στην προσευχή μία ώρα. Κατόπιν μνημόνευε από στήθους όλους αυτούς που τον ελέησαν την περασμένη ημέρα, λέγοντας για το όνομά του και την οικογένειά του την εξής προσευχή: “Αγία Τριάς ελέησε τον τάδε, που ελέησε και μένα τον αμαρτωλό”. Και δεν άφηνε κανένα όνομα αμνημόνευτο. Κατόπιν έβγαζε το γελέκο του, άφηνε το Ψαλτήρι στο στασίδι και άρχιζε να κάνει εκατοντάδες μετάνοιες, μέχρι να ιδρώσει. Όταν παρατηρούσε ότι άρχιζε να ροδίζει, μου έλεγε:
– Αγαπητέ μου, άντε να πηγαίνουμε τώρα.
Κλείδωνε την εκκλησία και επέστρεφε στο κελλί του, που ήταν κοντά στο σπίτι του γιατρού Μπαντέσκου, προς βορράν, όπου είναι και ο δρόμος για το μοναστήρι Μπίστριτσα.»
Τα ίδια γεγονότα μας διηγήθηκε και ο αρχιμανδρίτης π. Μηνάς Προντάν από το μοναστήρι Νεάμτς. Και οι δύο ήσαν αυτόπτες μάρτυρες και μαθητές του μεγάλου ασκητού γέροντος Γεωργίου.
Ο π. Μηνάς ήταν μεταξύ των ετών 1910-1915 εφημέριος κάποιας ενορίας, που ήταν πλησίον της πόλεως Πιάτρα, και έβλεπε συχνά τον Γέρο-Γεώργιο. Αυτός μας διηγήθηκε ότι στέκονταν οι φτωχοί σε δύο σειρές, έξω από την πόρτα του κελλιού του. Εκείνος τους έδινε χρήματα από το ταγάρι του, χωρίς να κοιτάζει τι έδινε στον καθένα. Κατόπιν ερχόταν η σειρά των ανθρώπων που βασανίζονταν από πειρασμούς και διάφορες στενοχώριες. Αυτός τους παρηγορούσε με τις συμβουλές του, τον καθένα ξεχωριστά, τους ενίσχυε στον αγώνα τους και τη νύχτα προσευχόταν γι’ αυτούς. Και δεν ήσαν λίγοι εκείνοι, των οποίων εκπληρώθηκαν οι επιθυμίες τους με τις ευχές του Γέροντα. Αφού τελείωνε αυτό το έργο του, έβγαινε κατόπιν στα σοκάκια της πόλεως.
Στα τελευταία χρόνια του ο γιατρός τού σύστησε να τρώει γλυκά μήλα και να πίνει κάποιο θεραπευτικό αφέψημα. Γευόταν λίγο μόνο Σάββατα και Κυριακές.
Το μεγαλύτερο πνευματικό αγώνισμα του Γέρο-Γεωργίου αναμφίβολα ήταν η αδιάκοπη προσευχή του και προπαντός αυτή που έκανε τις νύχτες στην εκκλησία. Σωματικό αγώνισμά του μπορούμε να θεωρήσουμε το γεγονός ότι περπατούσε ξυπόλυτος και ασκεπής επί 40 χρόνια. Τρίτο μεγάλο πνευματικό του έργο μπορούμε να πούμε ότι ήταν η νηστεία και η ελεημοσύνη του στους φτωχούς. Και το τελευταίο ήταν η τελεία ακτημοσύνη και πτωχεία του. Ήταν ο φτωχότερος άνθρωπος της εποχής του. Σιωπηλός, πράος, μακάριος, πεινασμένος, γυμνός, φτωχός και στολισμένος από μία ανέκφραστη ειρήνη και χαρά στο πρόσωπό του. Σε όποιο σπίτι έμπαινε, έφερε μαζί του και τις δωρεές του Αγίου Πνεύματος, ειρήνη, αρμονία, ευλογία. Όταν συζητούσες μαζί του, αισθανόσουν μία θεία δύναμη να εκχέεται από τα λόγια και την καρδιά του. Γι’ αυτό μνημονεύεται στα μέρη εκείνα που έζησε σαν ένας μεγάλος όσιος και λαμπάδα πνευματική.
Από το βιβλίο: Μητροπολίτου Κραγιόβας Νέστορος, αρχιμ. π. Ιωαννίκιου Μπαλάν, πρωτ. π. Κωνσταντίνου Γαλερίου, Ιεροσολύμας μοναχής, «Αγιασμένες μορφές της Ορθοδόξου Ρουμανικής Εκκλησίας». Μετάφραση – επιμέλεια υπό αδελφών Ιεράς Μονής Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους Άθω, 2002 (αποσπάσματα).