Dogma

Τα δώρα της αγάπης

Ο πατήρ Εφραίμ των Κατουνακίων λέει ότι όποιος έρχεται στο Άγιον Όρος για προσκύνημα, παίρνει από την Υπεραγία Θεοτόκο ιδιαίτερη ευλογία.

Η Παναγία ακριβοπληρώνει κάθε βήμα του προσκυνητού. Αυτό το έχω και εγώ διαπιστώσει από προσωπική μου εμπειρία. Πέρα από αυτά βλέπει και ακούει πράγματα ξένα στην κοσμική ζωή. Στον κόσμο προσπαθούμε να ζήσουμε μιά ηθική και σχετικά ενάρετη ζωή σύμφωνα με τα μέτρα μας. Εδώ στο Άγιον Όρος τα μέτρα αυτά καταργούνται. Τα στενά πλαίσια της ατομικής μας ζωής γίνονται εδώ σύμπαν, διάστημα και χρειάζονται άλλου είδους πλοία για να το διαπλεύσουμε. Ο μοναχός ως άτομο εξαφανίζεται, μηδενίζεται μπροστά στον άλλο άνθρωπο, ο οποίος είναι για κείνον ο κόσμος ολόκληρος! Δίδει ό,τι έχει, το παν, για κείνον από μια απέραντη αγάπη. Στην περσινή μου επίσκεψη στο Άγιον Όρος εντυπωσιάστηκα από τέσσερα περιστατικά που έγιναν από τρεις διαφορετικούς μοναχούς σε διαφορετικούς χρόνους και τόπους. Και τα τέσσερα είναι μια μικρή αλλά εύγλωττη έκφραση αυτής της αγιορειτικής αντιλήψεως,

Περιστατικό πρώτο: Το μανδήλι

Πέρυσι το καλοκαίρι πήγαινα με δυό Σιμωνοπετρίτες μοναχούς να προσκυνήσω στην κορυφή του Άθωνα (2033 μέτρα), κατά την εορτή της Μεταμορφώσεως. Η ανάβαση άρχισε από την θάλασσα των Κατουνακίων, από όπου μας απεβίβασε το «μοτόρ». Τα νερά κρυστάλλινα. Ήταν απομεσήμερο Αυγουστιάτικο (5/18-8-1980).

Ζήτησα ευλογία από τον μεγαλύτερο μοναχό να πλύνω τα πόδια μου στην κρυσταλλένια θάλασσα των Κατουνακίων, ύστερα από ταξίδι 24 ωρών, πράγμα που το ζητούσε το σώμα  μου. Έλαβα πλούσια την ευλογία. Αξέχαστη η ευχαρίστηση εκείνη. Μόλις βγήκα από την θάλασσα μου προσφέρει ο ίδιος μοναχός ένα κάτασπρο και ολοκάθαρο χειρομάνδηλο τυλιγμένο στα τέσσερα για να σκουπίσω τα… πόδια μου! Έμεινα εκστατικός!

– Τί λέτε πάτερ, αδύνατον.

– Και πού να ξέρατε, μου λέει, από πού είναι.

– Από πού;

– Από το τάδε σεβαστό πρόσωπο, που μου το έδωσε για ευλογία.

Πω, πω, Θεέ μου, τι προσφορά είναι αυτή! Έμεινα ενεός. Η άρνησή μου, ακόμη μεγαλύτερη. Εξυπηρετήθηκα μόνος μου. Μου προσέφερε ό,τι πολυτιμότερο είχε για μια ευτελή μου ανάγκη!

Περιστατικό δεύτερο: Το παπούτσι

Αρχίζουμε την πορεία-άνοδο στην κορυφή, σε πολύ ανώμαλο έδαφος. Βλέπω το παπούτσι του ενός μοναχού, συνοδού μου, να μπαινοβγαίνει. «Τι παπούτσια είν’ αυτά;» του λέω. Γελάει και μου απαντά: «Δεν είναι τα δικά μου. Στο μοναστήρι του Κωνσταμονίτου ήταν ένας ξένος τουρίστας προσκυνητής. Του χάλασαν τα παπούτσια του και έμενε ξυπόλητος. Του έδωσα τότε τα δικά μου και πήρα αυτά από τον Γέροντα, που τα είχε κάπου πεταμένα (ήσαν άχρηστα) με κομμένο μέσα τον πάτο. Αν είχα μια σακούλα νάϋλον θα ήταν καλά».

Βρέθηκε η σακκούλα νάϋλον και μπήκε για πάτος των παπουτσιών. Και συνεχίζεται η πορεία.

Του λέω: «Καλά, το Ευαγγέλιο λέει, όταν έχεις δύο χιτώνες να δίνεις τον ένα στον άλλο που δεν έχει. Όταν όμως έχεις ένα χιτώνα, τι θα γίνει;» «Θα τον πάρει ο πιο αδύνατος. Και στην περίπτωσή μας, ο ασυνήθιστος στην ξυπολησιά ξένος, όπως και έγινε!»

Περιστατικό τρίτο: Το καρπούζι

Συνεχίζεται η πορεία προς τον Άθωνα. Η ζέστη, στα ύψη της. Κάθιδροι και διψασμένοι φθάνουμε και οι τρείς σε μια σκήτη. Εκεί μένει ένας γέροντας με τρεις υποτακτικούς. Μας δέχθηκε με μεγάλη χαρά. Κατάλαβε τον κόπο μας από την ανοδική οδοιπορία και μας έβαλε να γείρουμε λίγο. Ύστερα από λίγο λέει στον υποτακτικό του να κόψει το καρπούζι και να το φέρει σε τρία πιάτα. Έρχονται τρία πιάτα μέχρι επάνω γεμάτα. Ήταν για μας κάτι αναπάντεχο. Αληθινή ευφροσύνη. Φάγαμε όλοι και αφήσαμε στο πιάτο ο καθένας μας κάτι «για την ντροπή». Ύστερα καταλάβαμε ότι το καρπούζι εκείνο ήταν το μοναδικό που είχαν. Και το προσέφεραν χωρίς να φάνε τίποτα οι ίδιοι.

Περιστατικό τέταρτο: Το λουκούμι

Μετά, κατά την κάθοδό μας από την κορυφή του Άθωνα, περάσαμε από μια άλλη σκήτη. Εκεί μας προσέφεραν το καθιερωμένο λουκούμι με το τσίπουρο. Αλλά, τι λουκούμια ήταν εκείνα! Καταπληκτικά. Μεγάλα με αμύγδαλο. Δεν υπάρχουν εύκολα στην αγορά. Απορήσαμε. Ρώτησα:

– Τι λουκούμια είναι αυτά;

– Τα κάνανε ειδική παραγγελία για μας.

– Καλά, και τα προσφέρετε σε μας;

– Εσείς, είσθε εμείς.

Κεραυνός η απάντηση. Δεν κρατιέται κανείς από θαυμασμό και απορία. Μα τι βλέπουνε τα μάτια μας και ακούνε τα αυτιά μας! Εφαρμοσμένο Ευαγγέλιο. Πράγματι στο Άγιον Όρος δεν ακούς Ευαγγέλιο (κηρυκτικό). Ζεις Ευαγγέλιο εφαρμοσμένο. Μένεις ενεός. Εμείς στον κόσμο αρχίζουμε από τον εαυτό μας πρώτα. Αν μείνει κάτι από τα αγαθά μας, μετά σκέψη πολλή, το δίνουμε στους άλλους. Εδώ, αυθόρμητα η καρδιά κτυπά για τον άλλο πρώτα. Αυτός πρώτος θα «διακονηθεί» και αν μείνει τίποτε, αυτό θα λάβει ο μοναχός. Να τα νέα μέτρα της αγάπης, που παίρνει κανείς από το Άγιον Όρος. Βγαίνεις στο «Διάστημα» της Αγάπης. Και παθαίνεις πνευματικό ίλιγγο! Αισθάνεσαι τότε τη μικρότητά σου και ταπεινώνεσαι. Παίρνεις μαθήματα Αγιορείτικα χωρίς λόγια, από το μανδήλι, το παπούτσι, το καρπούζι, το λουκούμι. Στις απορίες του υποφαινομένου για ολ’ αυτά ο μοναχός απαντά:

– Όταν είσαι έτοιμος, για την αγάπη στο Χριστό, να προσφέρεις, σαν άλλος Ιωάννης Πρόδρομος, «την κεφαλήν σου επί πίνακι», είναι σπουδαίο πράγμα να γίνουν αυτά;

Ω, μεγαλείο ψυχής, βάθος και ύψος και πλάτος και μήκος Αγάπης και Πίστεως! Μακάριοι οι πορευόμενοι εν αυταίς!

(Μαρτυρία προσκυνητού Ι.Π.)

 

Από το περιοδικό Ο ΟΣΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ, Έκδ. Ι. Μ. Οσίου Γρηγορίου Αγίου Όρους, τ. 6 (1981), σελ. 79.