Τέχνη και κουλτούρα στη Θεολογία
Του Δημητρίου Λυκούδη, θεολόγου
Η τέχνη, το ωραίο, κάθε πνευματική σύλληψη ως ιδέα και θεωρία περιθωριοποιούνται. Τη θέση τους καταλαμβάνει όχι μόνο η κουλτούρα, αλλά κυρίως «η υπερκουλτούρα των κωδίκων και συστημάτων σημείων που δεν έχουν κανένα πλαίσιο αναφοράς πέρα απ’ τον εαυτό τους»[1].
Εκφράζοντας με ύψιστο μεγαλείο τα παραπάνω ο Ντοστογιέφσκι γράφει: «…Είναι η επιτευγμένη μορφή του Ωραίου, χωρίς την επίτευξη της οποίας δεν θα δεχόμουνα καν να ζήσω. Χωρίς τον Άγγλο η ανθρωπότητα θα μπορέσει να ζήσει, χωρίς το Γερμανό θα μπορέσει, χωρίς την επιστήμη θα μπορέσει, χωρίς το ψωμί θα μπορέσει, μα χωρίς ομορφιά είναι αδύνατο να ζήσει, γιατί τότε δε θα μας μείνει τίποτα πια να κάνουμε σ’ αυτόν τον κόσμο. Όλο το μυστικό είναι αυτό, όλη η ιστορία βρίσκεται σ’ αυτό»[2].
Αναφορικά με την τέχνη, ο Βασίλης Γαϊτάνης θα προσθέσει: «Η τέχνη και η πολιτιστική δημιουργία έχουν υποκατασταθεί απ΄τη διαφήμιση. Σε παλαιότερες εποχές, ακόμα και αν θεωρήσουμε ότι η τέχνη ήταν “εποικοδόμημα” της χρηματικής “υπεραξίας”, τελικά η ίδια η “δημιουργία” της γινόταν η άρση της αλλοτρίωσης, γινόταν αυτό το “κάτι άλλο” που οδηγούσε στην υπέρβαση!»[3].
Παραπομπές:
[1] Αυτόθι, σελ. 54.
[2] Ντοστογιέφσκι Φιοντορ, Οι Δαιμονισμένοι (μτφρ. Άρη Αλεξάνδρου), Γκοβόστης 1987, τρίτος τόμος, σελ. 30.
[3] Γαϊτάνη Β., Το κείμενο του Zean Baudrillard «The precession of Simulacra» και η ερμηνεία των διαστάσεων της υπερπραγματικότητας, Αθήνα 2008, σελ 60