Είχε έναν “τέλιν” (σύρμα) που απλώνουν τα ρούχα και κρεμόταν απ’ αυτό άλλο “τέλιν” με ένα γάντζο δύο πόντους στην άκρη. Αφού μάζεψα τα εργαλεία και σηκώθηκα να πάω στο αυτοκίνητο, μπήκε ο γάντζος στο μάτι μου και έμεινα ακίνητος σαν το ψάρι στο αγκίστρι.
»Φώναξα “βοήθεια” με όλη μου την δύναμη. Έτρεξε ο κύριος που είχε το σπίτι, με είδε και μου είπε να μου βγάλη τον γάντζο. Του είπα όχι, διότι εφοβόμουν μήπως βγάζοντάς το με τυφλώση. Του είπα να πάη στο αυτοκίνητό μου να φέρη μια πένσα, να μου κόψη το “τέλιν” και να με πάη στις πρώτες βοήθειες να μου το βγάλουν εκεί.
»Μέχρι να πάη και να ξανάρθη, εγώ έκλαιγα και λυπόμουν επειδή είχα τρία παιδιά και δεν ήθελα να έχουν έναν πατέρα τυφλόν.
»Εκείνη την στιγμή εμφανίστηκε μπροστά μου ένας άνθρωπος λεπτός με μαύρα ράσα. Μόλις είδα τον άνθρωπο αυτόν και έβαλα τον σταυρό μου, ένιωσα ένα ρίγος και ένιωσα το χέρι του κάτω από το μάγουλο και έσπρωχνε την κεφαλήν μου επάνω και βγήκε από το μάτι μου ο γάντζος.
»Όταν ήρθε ο άνθρωπος που πήγε να φέρη την πένσα, πήγαμε στις πρώτες βοήθειες. Με εξέτασαν οι γιατροί, τους διηγήθηκα τι συνέβη και δεν πίστευαν. Στην κόρη του ματιού είχε ένα κόψιμο. Μου έδωσαν μια αλοιφή και για τρεις-τέσσερις μέρες έπρεπε να έχω κλειστό το μάτι μου με μια γάζα.
»Την επομένη μέρα μπαίνοντας σ’ ένα μαγαζί βλέπω ψηλά στον τοίχο σε φωτογραφία τον άνθρωπο που εμφανίστηκε μπροστά μου. Ερώτησα την κυρία που είχε το κατάστημα ποιος είναι. Μου είπε ότι είναι ένας μοναχός πολύ ακουστός που ονομάζεται Παΐσιος. Έπρεπε να πάρω αυτή την φωτογραφία, διότι ήταν κάτι το ανεκτίμητο για μένα. Την παρακάλεσα να αγοράσω την φωτογραφία και να της δώσω όσα θέλει. Αυτή μου έδωσε ένα βιβλίο, που γράφει για τον π. Παΐσιο. Το διάβασα την ίδια μέρα και έκτοτε το έχω μέσα στο αυτοκίνητό μου για φυλακτό».
Από το βιβλίο: Ιερομονάχου Ισαάκ, ΒΙΟΣ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, Στ’ έκδοσις, Άγιον Όρος 2008, σελ. 375.