Θέαμα και ¨πτώση¨
Η “Θεαματική Κοινωνία” στην προσπάθειά τους να εδραιωθεί και να διατηρηθεί ως κοινωνία του “θεάματος”, εισήγαγε το ομοίωμα – είδωλο του φαινομένου και το εντικατέστησε στη θέση του πραγματικού. Η αδυναμία της να οδηγηθεί στο αρχέτυπο και στην “ουσία των όντων” καλύφθηκε με την σχάση και τη διάσταση που επέφερε μεταξύ του ανθρώπου και του […]
Η “Θεαματική Κοινωνία” στην προσπάθειά τους να εδραιωθεί και να διατηρηθεί ως κοινωνία του “θεάματος”, εισήγαγε το ομοίωμα – είδωλο του φαινομένου και το εντικατέστησε στη θέση του πραγματικού. Η αδυναμία της να οδηγηθεί στο αρχέτυπο και στην “ουσία των όντων” καλύφθηκε με την σχάση και τη διάσταση που επέφερε μεταξύ του ανθρώπου και του εαυτού του. Όμως αυτή η σχάση δεν είναι οντολογική. Πρόκειται για διακοπή σύμπραξης του ανθρώπου με το ψευδοείδωλό του, με την κάλπικη δηλαδή “ταυτότητα” του εαυτού του που το θέαμα μέσω της διαφήμισης προωθεί. Η διακοπή της κοινωνίας του υποκειμένου με την συνείδησή του δεν αποτελεί διάσταση ουσίας, καθώς το ίδιο το υποκείμενο εδράζεται με ασφαλώς αλλοτριωμένη λειτουργική διάκριση στον χώρο του “Θεάματος”, στην χώρα της φαινομενικής αλήθειας και επίπλαστης πραγματικότητας.
Όμως το αίτημα του σύγχρονου ανθρώπου «δέν εἶναι ἡ ὕπαρξη, ἀλλά ἡ συνύπαρξη, ὄχι ἁπλῶς ἡ ἀτομική ἐπιβίωση, ἀλλά ἡ κοινωνική συμβίωση»[1].
«Ἄν δέν ὑπάρξειε ἡ ὀντολογική προϋπόθεση μίας “πνευματικῆς ἐτερότητας” μέσα σ’ἕναν ἀλλοτριωμένο κόσμο, οἱ ἰδεολογίες ἤδη θά βροῦν μέσα σότ πλαίσιο καί τούς διαλεκτικούς ὅρους τῆς ἀλλοτρίωσης. Θά προσπαθοῦν ἀπό τήν ἀρνητικότητα νά γεννήσουν μία θετικότητα. Ἀλλά θά τό ἐπιχειροῦν ἤδη μέσα στά ὅρια τῆς ξεπεσμένης πτώσης. Καί ἔτσι, τό θέαμα, ὡς ὕψιστη “ἀρνητική ἐτερότητα”, θά ἐξακολουθεῖ νά παραμένει»[2].
Παραπομπές:
[1] Μπέγζου Μάριου, Φαινομενολογία της Θρησκείας, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1995, σελ. 239.
[2] Γαϊτάνη Β., η Ετερότητα της Επικοινωνίας, σελ. 8. Ο ίδιος συμπληρώνει: «Ίσως όμοια να πρέπει ν’αντιστρέψουμε τα πράγματα και να γεννήσουμε μια “ετερότητα”, δηλαδή η πνευματικότητα να διαμορφώνει το πεδίο της αγοράς και στο τέλος να της καθιστά ανίκανη να πλάθει εκείνη τα πνευματικά προτυπα» ( Αυτόθι, σελ. 9).