Θεολογική Σχολή Χάλκης: Οι λαμπροί απόφοιτοι και το παράδοξο γεγονός της ίδρυσή της-Βίντεο – Φωτογραφίες
Όταν ατενίζει κανέις τη Θάλασσα του Μαρµαρά και το σύµπλεγµα των Πριγκηποννήσων διακρίνει το µοναστήρι της Αγίας Τριάδος στην κορυφή του λόφου της Ελπίδος. Εκεί όπου πριν από 174 χρόνια, το 1844 για την ακρίβεια, ο Πατριάρχης Γερµανός ∆’ ιδρύει τη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Μια σχολή που δεχόταν φοιτητές, όχι µόνο γηγενείς Ελληνες, αλλά και χριστιανούς από όλο τον κόσµο.
Η Θεολογική Σχολή, είναι εκείνη που έχει κάνει διεθνώς γνωστό το νησί της Χάλκης, το οποίο για την ιστορία έχει λάβει το όνομά του από την ύπαρξη κοιτασμάτων χαλκού γνωστών από την αρχαιότητα, ενώ η τουρκική ονομασία της Χεϊμπελί-αντά, οφείλεται στο σχήμα του νησιού που θυμίσει δισάκι ή ταγάρι.
Η Θεολογική Σχολή της Χάλκης, τόσο κατά τη διάρκεια της οθωμανικής περιόδου, αλλά και για σχεδόν μισό αιώνα, από το 1923 έως το 1971 επί τουρκικής δημοκρατίας, υπήρξε ένα θεολογικό φυτώριο με εξαιρετική προσφορά στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, τη Ρωμιοσύνη, αλλά και την Ορθοδοξία ευρύτερα, με 930 αποφοίτους, μεταξύ των οποίων και Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος.
Παρακολουθήστε σε ένα βίντεο την ιστορία της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης
Μια ζωντανή σκηνή από τη Χάλκη: Η μονή δεν είχε ψηλό περίβολο όπως σήμερα. Μπροστά στην είσοδο υπήρχε πλατεία «κατάφυτος και ευφρόσυνος» με ποικίλα δέντρα όπως κυπαρίσσια, ελιές, πίτυες, δρυς, φιλύρες κ. ά. στην οποία μαζεύονταν προσκυνητές κατά τη διάρκεια πανηγυριών. Δίπλα στην κύρια είσοδο βρισκόταν η στέρνα του 1777 και στην εσωτερική αυλή υπήρχαν τρεις στέρνες, οι οποίες υπάρχουν μέχρι σήμερα και το ηλιακό ρολόι.
Ο Γάλλος ιστορικός και δημοσιογράφος Ουμπιτσίνι το 1856 γράφει για τη σχολή ότι είχε 15 καθηγητές και 70 με 80 μαθητές. «Είναι μοναδικό στο είδος του σε όλη την αυτοκρατορία και εξασφαλίζει στην εκκλησία ετησίως δεκαπέντε μορφωμένους ιερείς, περισσότερο μορφωμένους από την πλειονότητα του ελληνικού κλήρου».
Η λαμπρή πορεία των αποφοίτων της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης
Από τους αποφοίτους της Θεολογικής Σχολής οι 343 έγιναν αρχιερείς και 12 εξ αυτών αναδείχθηκαν Οικουμενικοί Πατριάρχες, δύο Πατριάρχες Αλεξανδρείας, δύο Αντιοχείας, τέσσερις Αρχιεπίσκοποι Αθηνών και ένας Αρχιεπίσκοπος Τιράνων.
Συνολικά 318 υπηρέτησαν και κάποιοι υπηρετούν ακόμα την Εκκλησία ως πρεσβύτεροι και διάκονοι.
Η Σχολή όμως δεν ήταν μόνο ένα φυτώριο ανάδειξης ιεραρχών, η Θεολογική Σχολή υπήρξε δεξαμενή σκέψης και προβληματισμού με αντικείμενο τη θεολογική επιστημονική επεξεργασία των ζητημάτων που απασχολούσαν τον οικουμενικό θρόνο. Η τεράστια βιβλιοθήκη των 60.000 και πλέον ανεκτίμητων βιβλίων, χειρόγραφων και κειμηλίων αποτελούσαν για τους σπουδαστές αστείρευτη πηγή έμπνευσης, αναφοράς και μελέτης.
Αναμφίβολα, η συμβολή της Σχολής Χάλκης αναφορικά με το μείζον θέμα του εκκλησιαστικού εθνοφυλετισμού και την καταδίκη του από τη Μεγάλη Τοπική Σύνοδο Κωνσταντινουπόλεως το 1872, υπήρξε καθοριστικής σημασίας. Η χαλκίτικη λογιοσύνη ενσάρκωνε το φιλελεύθερο πνεύμα και την οικουμενική συνείδηση της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, ενάντι στην εθνοφυλετική συμπεριφοράς βαλκανικών εθνικιστικών κινημάτων
Το παράδοξο της ίδρυσης της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης
Η περίφημη θεολογική σχολή της Χάλκης έκλεισε το 1971 με απόφαση του τουρκικού κράτους, σε εφαρμογή νόμου που απαγόρευσε την λειτουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων στην Τουρκία. Έκτοτε και μέχρι σήμερα, η επαναλειτουργία της αποτελεί μόνιμο αίτημα και απαίτηση των απανταχού ορθοδόξων, που έχει υιοθετηθεί και από πολλούς διεθνείς οργανισμούς και κράτη.
Όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις έχουν την επαναλειτουργία της ψηλά στην ατζέντα των ελληνοτουρκικών σχέσεων, ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και οργανισμοί έχουν θέσει κατ’ επανάληψη το θέμα, ενώ ο ίδιος ο Αμερικανός πρόεδρος Μπιλ Κλίντον είχε ζητήσει επισήμως την επανάληψη της λειτουργίας της από τον Τούρκο πρωθυπουργό Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ το 1999.
Θα εκπλαγείτε λοιπόν όταν μάθετε ότι η θεολογική σχολή της Χάλκης ιδρύθηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο ως απάντηση σε μια μεγάλη πρόκληση -όπως ονομάστηκε τότε- του ελληνικού κράτους. Μετά την επανάσταση του ’21 και την απελευθέρωση της Ελλάδας, η ελλαδική εκκλησία αυτοανακηρύχθηκε διοικητικά αυτοκέφαλη, αποσχίστηκε δηλαδή από την διοίκηση του Φαναρίου. Η πράξη αυτή αποδόθηκε εκ’ των υστέρων στις σχισματικές αντιλήψεις της Βαυαροκρατίας του Όθωνα, όμως στην πραγματικότητα ήταν κάτι απολύτως λογικό.
Το Φανάρι, παρά την τεράστια ιστορία και την αίγλη του, ήταν έρμαιο του τουρκικού κράτους που ανεβοκατέβαζε τους Πατριάρχες ανάλογα με τις διαθέσεις του νομάρχη Κωνσταντινούπολης στον οποίον υπαγόταν. Ο διορισμός ή η παύση Πατριαρχών, καθώς και η διοικητική δραστηριότητα του Οικουμενικού Πατριαρχείου ήταν τότε απολύτως ενταγμένα στους πολιτικούς σχεδιασμούς που είχε κατά περίπτωση το τουρκικό κράτος για τους ορθόδοξους υπηκόους του. Η σχετική κανονικότητα που έχει επιτευχθεί σήμερα στο Πατριαρχείο, δεν έχει καμία σχέση με την κατάσταση που επικρατούσε τον καιρό των σουλτάνων.
Στην Αθήνα λοιπόν έγινε γρήγορα σαφές ότι η ελλαδική εκκλησία δεν θα ήταν λογικό να διοικείται εμμέσως από την Τουρκία. Η ανακήρυξη του αυτοκέφαλου όμως, θεωρήθηκε από το Φανάρι πράξη σχισματική και απόδειξη ότι η ελλαδική εκκλησία ήταν έρμαιο του καθολικισμού, αφού ο Έλληνας βασιλιάς Όθωνας ήταν καθολικός και η γυναίκα του Αμαλία ήταν προτεστάντισσα. Δεν έφθασε βέβαια μέχρι τον αφορισμό, όμως οι σχέσεις Φαναρίου-Αθηνών βρέθηκαν σε μηδενικό σημείο.
Όταν λοιπόν το 1837, τέσσερα χρόνια μετά την απόσχιση, ιδρύθηκε η θεολογική σχολή του πανεπιστημίου Αθηνών, το Οικουμενικό Πατριαρχείο τη θεώρησε εχθρική πράξη εναντίον του. Δεύτερη εχθρική πράξη θεωρήθηκε η ίδρυση της Ριζαρείου ανωτέρας θεολογικής σχολής το 1844, που έβγαζε απλούς παπάδες τους οποίους είχε μεγάλη ανάγκη η Ελλάδα. Ως τότε, η εκκλησιαστική εκπαίδευση ήταν στην απόλυτη δικαιοδοσία της εκκλησίας και οι λαϊκοί ή τα κράτη δεν είχαν καμία δικαιοδοσία σ’ αυτήν.
Το γεγονός λοιπόν ότι η σχισματική εκκλησία ενός κράτους, του ελληνικού, άρχισε να βγάζει δικούς της θεολόγους, ήχησε πολύ επίφοβο στην Κωνσταντινούπολη. Οι σχισματικοί ετοίμαζαν τους θεωρητικούς τους, οπότε το Πατριαρχείο έπρεπε να απαντήσει. Ούτως ή άλλως, στο εσωτερικό της Ελλάδας ο κόσμος είχε χωριστεί σε δυο στρατόπεδα. Στους ενωτικούς που ήταν με το Φανάρι και στους ανθενωτικούς που ήταν με το αυτοκέφαλο.
Έτσι, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Γερμανός Δ’, ίδρυσε το 1843 την θεολογική σχολή της Χάλκης (άρχισε να λειτουργεί το ’44) ως απάντηση στην ίδρυση της Θεολογικής των Αθηνών και της Ριζαρείου ανωτέρας θεολογικής σχολής. Το Πατριαρχείο ήθελε τους δικούς του ορθόδοξους θεολόγους, πριν οι σχισματικοί θεολόγοι των Αθηνών έπαιρναν το πάνω χέρι στην Ορθοδοξία, για να περάσουν υπογείως τα σχέδια των καθολικών.
Είδατε πως γράφεται η ιστορία; Ποιος θα μπορούσε να φανταστεί ότι η περίφημη θεολογική σχολή της Χάλκης, ο φάρος της Ορθοδοξίας που έκλεισαν οι αλλόπιστοι Τούρκοι και που με πάθος υπερασπίζεται σήμερα η Ελλάδα, ξεκίνησε από μια αντιπαράθεση του Φαναρίου με την ελλαδική εκκλησία; Διότι το 1850 οι σχέσεις Φαναρίου και ελληνικής εκκλησίας αποκαταστάθηκαν, ο καθολικός Όθωνας έφυγε το 1862, όμως η θεολογική σχολή της Χάλκης είχε ανοίξει τα πανιά της και διέπρεψε ως η μεγάλη του γένους σχολή μέχρι το 1971.
Το παράδοξο της ίδρυσης της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης είναι του Δημήτρη Καμπουράκη από τη στήλη » Για μια σταγόνα ιστορία»