Θρησκευτικά μνημεία της Μητρόπολης Νικοπόλεως και Πρεβέζης
Με ξεναγό τον μητροπολίτη Νικοπόλεως και Πρεβέζης Χρυσόστομο, το Αθηναϊκό -Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων μεταβαίνει στα θρησκευτικά μνημεία της περιοχής της Ηπείρου και κοινωνεί σε «σπουδαία μνημεία, σιωπηλές μαρτυρίες ενδόξου παρελθόντος», όπως χαρακτηριστικά τονίζει ο μητροπολίτης Χρυσόστομος.
Ειδικότερα, επισημαίνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι «Η Μητρόπολή μας έχει ευλογηθεί από το Θεό να έχει πολλά και σπουδαία μνημεία, σιωπηλές μαρτυρίες ενδόξου παρελθόντος. Όλη η Ήπειρος είναι τόπος ευλογημένος με θαυμαστή φύση, πανύψηλα βουνά, μεγάλα ποτάμια, λίμνες και ακρογιάλια απερίγραπτης ομορφιάς, έχει να επιδείξει ιστορία που χάνεται στα βάθη των αιώνων και εξικνείται ως τις μέρες μας. Απόδειξη αυτής της ιστορίας είναι τα περίφημα μνημεία της από διαφορετικές εποχές. Αρκετά από αυτά διατηρήθηκαν, συντηρήθηκαν και διασώθηκαν από χρόνια. Άλλα περιμένουν να έρθει η ώρα για να τα φροντίσουν εκείνοι που γνωρίζουν ότι τα μνημεία του τόπου μας είναι η ανεκτίμητη κληρονομιά μας, αυτή που οφείλουμε να σεβόμαστε και να διατηρούμε».
Μάλιστα, υπογραμμίζει ότι «Τα ιστορικά μνημεία του τόπου μας είναι άμεσα συνδεδεμένα με την ιδιοπροσωπία μας. Κουβαλούν κολλημένη επάνω στις πέτρες τους τα χνώτα των προγόνων μας. Διατηρούν έντονα τα ίχνη της πίστης, του πολιτισμού και της παράδοσης της φυλής μας, στοιχεία μοναδικά και αναγνωρισμένα παγκοσμίως, τα οποία ορισμένοι νεόκοποι ιστορικοί παραθεωρούν από μία δήθεν ‘’προοδευτική’’ αντιμετώπιση της ιστορίας. Αποτελούν εξάλλου αδιάψευστη μαρτυρία των δικαίων μας στα χώματα τούτα».
Και το οδοιπορικό στα ιστορικά μνημεία αρχίζει…
Ιερά Μονή Αγίου Δημητρίου Ζαλόγγου
Η εύρεση της εικόνας του Ταξιάρχη Μιχαήλ στην κορυφή του Ζαλόγγου (876 μ.) τον 8ο αι. οδήγησε τον ευλαβή βοσκό Σάββα να γίνει ασκητής σε μια σπηλιά του βράχου και εν συνεχεία κτήτορας της πρώτης μονής των Ταξιαρχών. Τον 18ο αι. ιδρύθηκε το νέο μοναστήρι στη βάση του βράχου και κτίστηκε το Καθολικό του Αγίου Δημητρίου, μονόκλιτη βασιλική, στην οποία γύρω στο 1810 προστέθηκε τρούλος. Το 1816 ολοκληρώθηκε η αγιογράφηση του ναού. Αξίζει να σημειωθεί ότι το 1777 διέμεινε στο μοναστήρι για έναν μήνα ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός. Κατά την τουρκοκρατία, διέθετε 2.200 γρόσια τον χρόνο για τα σχολεία της περιοχής.
Από τους ηγουμένους της μονής ξεχωρίζουν ο αρχιμανδρίτης Ιωσήφ Γκινάκας (1750), ο οποίος αγωνίστηκε δίπλα στον Λάμπρο Κατσώνη, συνελήφθη και οδηγήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου αρνήθηκε να αλλαξοπιστήσει και αποκεφαλίστηκε και ο αρχιμανδρίτης Ανανίας (1825-1840), ο οποίος εσφάγη, ημέρα Κυριακή, μετά τη Θεία Λειτουργία, από τους αγάδες της Λάμαρης, για να μπορέσουν να αρπάξουν τα κτήματα της Μονής.
Η Μονή υπέστη πολλές καταστροφές από τους Τούρκους το 1824, το 1854 και κυρίως το 1897 κατά τον ελληνοτουρκικό πόλεμο. Το 1916, ανακαινίσθηκε και το 1962 μετετράπη σε γυναικείο μοναστήρι. Η αδελφότητα της Μονής σήμερα αποτελείται από 12 μοναχές με ηγουμένη τη Γερόντισσα Φεβρωνία. Κάθε Παρασκευή παραμένει κλειστή για τους προσκυνητές.
Ο βράχος του Ζαλόγγου είναι συνδεδεμένος με την αυτοθυσία των 300 Σουλιωτισσών, που μετά την κατάληψη του Σουλίου από τον Αλή, περικυκλωμένες από τους Τούρκους στην κορυφή του βράχου, προτίμησαν, αντί να καταλήξουν στα χαρέμια τους, να θυσιαστούν πέφτοντας με τα παιδιά τους.
Ιερά Μονή Αγίας Πελαγίας
Η Ι.Μ. Αγίας Πελαγίας της Παρθενομάρτυρος βρίσκεται σε μικρή απόσταση κάτω από το μικρό χωριό Καστροσυκιά. Είναι μοναστηράκι κτισμένο σε ελαιόφυτη πλαγιά που εκτείνεται από τις παρυφές του χωριού προς το Ιόνιο Πέλαγος, δίπλα στη νέα οδό Πρέβεζας – Ηγουμενίτσας.
Φαίνεται πως την ίδρυσαν, άγνωστο πότε, κάποιοι μοναχοί που ασκήτευαν σε σπηλιά η οποία υπάρχει και σήμερα 100 μέτρα πάνω από τη Μονή. Σύμφωνα με γραπτές πηγές, ήταν κάποτε πολύ μεγάλη και «αρχαιοτάτη Βυζαντινή». Ανακαινίστηκε πρώτη φορά το 1613. Η δεύτερη ανακαίνιση τοποθετείται στα 1795, για την οποία υπάρχει και σχετική πλίνθινη χρονολόγηση στο άνω μέρος της ανατολικής πλευράς του Ναού. Είναι κτισμένη πάνω στα ερείπια ενός σημαντικού ρωμαϊκού κτίσματος-επαύλεως τοποθετημένου χρονικά στον 1ο αι. μ.Χ., λείψανα του οποίου είναι εμφανή στον περίβολό της, ενώ πρόσφατα σε κελί της αποκαλύφθηκε ψηφιδωτό δάπεδο ρωμαϊκών χρόνων.
Η Μονή είναι ανδρώα και λειτουργούσε μέχρι τις αρχές του 20ού αι. οπότε και διαλύθηκε. Επί της αρχιερατείας του μητροπολίτη Στυλιανού μετατράπηκε σε σχολή κοπτικής και ραπτικής για ορφανά κορίτσια. Με πρωτοβουλία του μακαριστού μητροπολίτη Μελετίου ανακαινίστηκε για τελευταία φορά το 2000 αποσπώντας το βραβείο «Europa Nostra» για υποδειγματική αναστήλωση.
Το Καθολικό της είναι τετρακιόνιος μονόκλιτη βασιλική με τρούλο και πλάγιους χορούς, κτισμένη με υλικά που είχαν απομείνει από τη ρωμαϊκή έπαυλη. Δύο ανάγλυφοι ενετικοί λέοντες στεφανώνουν την κόγχη πάνω από την είσοδο. Στο εσωτερικό του ναού υπάρχουν 4 κίονες, ο ένας κορινθιακού ρυθμού· ανάγλυφο πέτρινο τέμπλο (1865), δυτικής επιδράσεως, με εντοιχισμένα τμήματα μαρμάρινων σαρκοφάγων· αγιογραφημένη κόγχη της Προσκομιδής, έργο του μοναχού Χρυσάνθου, ηγουμένου της Μονής (1850-1888).
Η Μονή γιορτάζει στις 4 Μαΐου και είναι επισκέψιμη.
Ιερά Μονή Αγίας Τριάδος Φανερωμένης Λεκατσά
Η Ι.Μ. Αγίας Τριάδος Λεκατσά βρίσκεται στην καρδιά του ομώνυμου δάσους απέχοντας μόλις 4 χλμ. βορειοδυτικά από το χωριό Άνω Μυρσίνη. Ιδρύθηκε τον 8ο ή 9ο αι. Αφιερωμένη στο Γενέσιον της Θεοτόκου, αρχικά βρισκόταν στην κορυφή του βουνού, στη θέση Κόρτος ή «παλαιομονάστηρο», όπου σήμερα μόνο τα θεμέλια υπάρχουν. Δεν είναι γνωστό πότε και πώς καταστράφηκε. Η επωνυμία Λεκατσά μάλλον προέρχεται από το όνομα του κτήτορα της Μονής ή κάποιου ηγουμένου της καταγόμενου από την Ιθάκη ή τη Λευκάδα.
Η σημερινή Μονή Αγίας Τριάδος Λεκατσά, κτισμένη στους πρόποδες της κορυφής του βουνού, οφείλει την ύπαρξή της στην παρουσία του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού. Το 1777 περνώντας από εκεί ο Άγιος Κοσμάς συνάντησε τον τότε περιβόητο ληστή καπετάν Σπύρο Ζέρβα. Ακούγοντας τη διδασκαλία του αγίου, ο ληστής μετανόησε. Δεχόμενος τη συγχώρηση από τον άγιο και μη αρκούμενος σε αυτήν, θέλοντας να κάμει κάτι περισσότερο για την ψυχή του, έκτισε εκεί το σημερινό μοναστήρι με την υπόδειξη και προτροπή του Αγίου Κοσμά.
Από τις πολλές εμφανίσεις-φανερώσεις της Παναγίας καθιερώθηκε η ονομασία Φανερωμένη. Από τότε, η Μονή γιορτάζει Δευτέρα (φανέρωσης) του Αγίου Πνεύματος. Ήταν σε ακμή μέχρι και τις αρχές του 20ου αι., οπότε εγκαταλείπεται και σταδιακά ερημώνεται. Τελευταίος ηγούμενος αναφέρεται ο παπα-Σπύρος από το χωριό Μυρσίνη.
Η Μονή είχε πολλά κτήματα σε ελιές, χωράφια, μύλους, ζωντανά, μελίσσια. Τα έσοδά της διανέμονταν στους πτωχούς και στα σχολεία της περιοχής.
Κατά τις περιόδους 1998-2001 και 2010-2012, επί του μακαριστού μητροπολίτη Νικοπόλεως Μελετίου, η Μονή ανακαινίζεται, αναστηλώνεται και αναπαλαιώνεται πλήρως, αποσπώντας βραβείο της «Europa Nostra». Αποτελεί ιστορικό διατηρητέο μνημείο. Σήμερα η Μονή λειτουργεί και είναι επισκέψιμη. Σημερινός ηγούμενος, ο αρχιμανδρίτης Αλκίσων Μιχαήλ.
Ιερά Μονή Προφήτη Ηλιού Ηλιοβουνίων
Κτίστηκε στην κορυφή του Ηλιοβουνίου (560 μ.) πάνω από το χωριό Πέτρα, που βρίσκεται στον δρόμο από Πρέβεζα προς Άρτα. Έγινε αυτοτελής το 1720, ενώ μέχρι τότε ήταν μετόχι της Μονής Ρωγών. Ο ηγούμενος Κάλλιστος επισκεύασε τον μικρό ναό που προϋπήρχε και το 1735 ανοικοδόμησε νέα κελιά. Το 1852, ο ηγούμενος Διονύσιος Β´, στη θέση του παλαιού ναού ανήγειρε νέο. Ο ίδιος ανέλαβε και την κατασκευή, στον ποταμό Λούρο πριν από την Φιλιππιάδα, της γνωστής μέχρι και σήμερα «γέφυρας του Καλογήρου».
Στην τουρκοκρατία, η προσφορά της Μονής προς τους υπόδουλους χριστιανούς της περιοχής υπήρξε ανεκτίμητη. Γι’ αυτό υπέστη πολλά από τους κατακτητές. Αναφέρεται, μάλιστα, ότι ο Μουχτάρ πασάς, γιος του τυράννου της Ηπείρου Αλή, συνέλαβε τον ηγούμενό της Διονύσιο Α’ και τον βασάνισε αφαιρώντας του τα δόντια. Ο ίδιος ο Αλής, αφού κάποτε λεηλάτησε το μοναστήρι, κακοποίησε τον ηγούμενο Αγάπιο (1780), τον φυλάκισε στα Ιωάννινα και στο τέλος μάλλον τον πούλησε στην Αλγερία, όπου και απεβίωσε από τις κακουχίες.
Ιδιαίτερη ήταν η συμβολή της Μονής στην παιδεία των υπόδουλων, καθότι χρηματοδοτούσε με 22.000 γρόσια τον χρόνο τα σχολεία της περιοχής. Στη διάρκεια του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897 υπέστη σοβαρές καταστροφές. Τη χαριστική βολή, όμως, της έδωσαν οι δυνάμεις Κατοχής (1943-44), που την πυρπόλησαν, επειδή αποτελούσε κέντρο εθνικής αντίστασης της περιοχής. Ως εκ θαύματος σώθηκε το περίφημο Καθολικό με το αξιόλογο γλυπτό πέτρινο τέμπλο του.
Το 1991, η Μονή μεταφέρθηκε σε ανεγερθέν εκ θεμελίων νέο κτιριακό συγκρότημα με Καθολικό επ’ ονόματι του Τιμίου Προδρόμου πλησίον του χωριού Φλάμπουρα, 15 χλμ. από την Πρέβεζα, επί της οδού προς την Άρτα. Επανδρώθηκε με 25 μοναχούς και ιερομονάχους υπό τον ηγούμενό τους αρχιμανδρίτη Εφραίμ Τουμπέκη.
Ιερά Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου Κοζύλης
Η Ι.Μ. Κοζύλης, αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου, βρίσκεται επί της αριστερής πλευράς, στο 2ο χλμ. του νέου δρόμου Αρχαγγέλου – Λούρου.
Είναι η αρχαιότερη μονή της Μητροπόλεως (ιδρύθηκε το 774). Μετά την καταστροφή της Νικοπόλεως το 1034 από τους Βουλγάρους, τιμήθηκε με την έδρα της επισκοπής Κοζύλης. Το καθολικό της Μονής είναι το μοναδικό κατάλοιπο της ομώνυμης μεσαιωνικής πόλης και επισκοπής.
Η σημερινή εκκλησία της Μονής κτίστηκε και ιστορήθηκε το 1785. Είναι μονόκλιτη βασιλική με τρούλο. Σώζονται ελάχιστα υπολείμματα αγιογραφιών στον κυρίως ναό. Εκτός από τον ναό σώζονται και μερικά ερείπια χριστιανικού βαπτιστηρίου στα ΝΔ της Μονής.
Το 1868 συγχωνεύτηκε με την μονή Αγίου Δημητρίου Ζαλόγγου, ενώ το 1875 με την μονή Λιθαρίου. Οι Mονές Κοζύλης – Λιθαρίου επιχορηγούσαν τα σχολεία των γειτονικών χωριών.
Διαλύθηκε το 1930 και η περιουσία της αποδόθηκε στα σχολεία της περιοχής. Παλαιότερα, τη μονή περιέβαλε πυκνό δάσος δρυών, εντός του οποίου υπήρχε ναός του αγίου Παντελεήμονος. Για το δάσος αυτό ο ιστορικός Σεραφείμ ο Βυζάντιος, μητροπολίτης Άρτης, γράφει: «Ουδείς τολμά ίνα κόψη μήτε κλάδον εξ αυτών, θεωρουμένων ως ιερών, και μάλιστα διηγούνται οι γέροντες ότι πολλοί τολμητίαι έπαθον».
Για περίπου μία τετραετία έζησε στη μονή ως μοναχός μετά την παραίτηση από το θρόνο του, ο μητροπολίτης Ναυπάκτου Ιωάννης Απόκαυκος, όπου πέθανε και ετάφη το 1233.
Η Μονή Κοζύλης είναι ιστορικό διατηρητέο μνημείο.
Ιερά Μονή Φανερωμένης Κερασώνος
Η Ι.M. Φανερωμένης βρίσκεται σε απόσταση 3 χλμ. πάνω από το χωριό Κερασώνα η Κεράσοβο Φιλιππιάδος. Κτίστηκε το 1709. Το Καθολικό, πρόσφατα ανακαινισμένο (όπως και τα κτίρια των κελιών), είναι μονόκλιτη βασιλική με ξύλινη στέγη, χωρισμένο σε πρόναο, κυρίως ναό και ιερό με ενδιαφέρουσες και καλά διατηρημένες αγιογραφίες του 1718, μερικές εκ των οποίων καταστράφηκαν από τους Ιταλούς κατά τον Β´ Παγκόσμιο Πόλεμο. Σώζεται και ωραίο παλαιό ξυλόγλυπτο τέμπλο. Στο δάπεδο του κυρίως ναού υπήρχε άλλοτε στρογγυλή κρύπτη.
Πάνω από τη δυτική πόρτα της εκκλησίας, στην εξωτερική της πλευρά, υπάρχει μικρή κόγχη με την εικόνα της Παναγίας και η χρονολογία 1739, ενώ μια άλλη χρονολογία, 1718, υπάρχει και στη νοτιοδυτική της γωνία.
Επί τουρκοκρατίας, λέγεται ότι υπήρξε κρυφό σχολειό της περιοχής που μέχρι το 1910 πλήρωνε όλους τους δασκάλους της περιοχής. Επιχορηγούσε επίσης το σχολείο του Κερασόβου με 700 γρόσια τον χρόνο και έδινε τα Χριστούγεννα και το Πάσχα διάφορες ενισχύσεις σε φτωχές οικογένειες. Ο ρόλος του, καθώς φαίνεται, θα πρέπει να ήταν σημαντικός και σπουδαίος. Μια παράδοση αναφέρει ότι κάθε Δευτέρα του Αγίου Πνεύματος, που γιορτάζει το μοναστήρι και συγκεντρώνονταν πολλοί προσκυνητές, ένα μοσχάρι (δαμάλι), το καλύτερο, ξεχώριζε από το κοπάδι μόνο του και περιερχόταν τον περίβολο της εκκλησίας μουγκρίζοντας. Η επιτροπή της Μονής το έσφαζε και έκαναν συνεστίαση όλοι οι προσκυνητές. Η συνεστίαση αυτή συνεχίζεται και σήμερα με τη συμβολή της ενορίας του Αποστόλου Παύλου Κερασώνος και τις προσφορές όλων των κατοίκων. Η Μονή πανηγυρίζει τη Δευτέρα του Αγ. Πνεύματος.
Ιερά Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου Ροδιάς
Αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου, η Ι.M. Ροδιάς (ή «Ρόδον το Αμάραντον») βρίσκεται πάνω από την ΒΑ όχθη της λιμνοθάλασσας της Ροδιάς στον Αμβρακικό και ανάμεσα στα χωριά Βίγλα – Στρογγυλή.
Ιδρύθηκε το 970 επί αυτοκράτορος Ιωάννου Τσιμισκή και ανακαινίστηκε το 1860 από τον ηγούμενό της Κωνστάντιο. Το Καθολικό της είναι σταυρεπίστεγη βασιλική με ιδιότυπο τρούλο και είναι κατάγραφο με σχετικά καλά διατηρημένες αγιογραφίες, που έγιναν το 1884 από Σαμαρινιώτες αγιογράφους. Οι αγιογράφοι, τεχνοτροπικά, χαρακτηρίζονται από «λαϊκό» ύφος στη ζωγραφική τους. Η παλέτα τους περιλαμβάνει λίγα και έντονα χρώματα, χρησιμοποιούν περιορισμένες διαβαθμίσεις τόνων και δουλεύουν τη λεγόμενη «πλατειά» τεχνοτροπία στο πλάσιμο των σαρκωμάτων.
Η Μονή, παρά τα οικονομικά της προβλήματα κατά τον 19ο αι., ξόδευε 1.500 γρόσια τον χρόνο για τα σχολεία της επαρχίας Άρτης – Πρεβέζης.
Στη Μονή φαίνεται ότι ανήκε και ο ναός-ασκητήριο του Αγίου Βλασίου Σεβαστείας, που βρίσκεται σε ένα μικρό σπήλαιο, ΒΔ του μοναστηριού, ανάμεσα σ’ αυτό και το χωριό Στρογγυλή.
Η Μονή πανηγυρίζει στις 15 Αυγούστου, εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Άλλες πανηγύρεις είναι: στις 2 Φεβρουαρίου (Υπαπαντή του Κυρίου) και Παρασκευή της Διακαινησίμου (Ζωοδόχου Πηγής).
Από το 1929, είναι μετόχι της Ι. Μονής Προφήτου Ηλιού Ηλιοβουνίων.
Ιερά Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου Αβάσσου
Σε απόσταση μόλις 17χλμ. από τον Λούρο και 4 χλμ. μετά το Κάτω Κοτσανόπουλο προς Βρυσούλα, αριστερά του δρόμου ανάμεσα σε φτέρες, ελιές και πλατάνια βρίσκεται ένα από τα παλαιότερα μοναστήρια της Ηπείρου, η Μονή Αβάσσου. Αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου έλαβε το όνομά της πιθανώς από τον ιδιοκτήτη της Αβασσιώτη, έμπορα στην Ρωσία του 19ου αι. Άλλη εκδοχή θέλει την Μονή να ονομάζεται Αρασσός (Arassus – αρχαίο όνομα), κτισμένη σε ελληνιστική θέση με ύπαρξη αρχαίων τάφων στην γύρω περιοχή. Η παρουσία πάντως πολλών μαρμάρινων αρχιτεκτονικών μελών, τμημάτων τέμπλου και αμφικιονίσκων παραθύρων, εντοιχισμένων στον σημερινό ναό, ενισχύουν την άποψη πιθανής αναγωγής της Μονής στον 13ο αιώνα.
Από το κτιριακό συγκρότημα της Μονής σήμερα σώζεται μόνο το Καθολικό κτισμένο στα 1853 από τον ηγούμενό της Κυπριανό πάνω στα θεμέλια παλαιότερου ναού, κτίσμα του 1746. Πρόκειται για τρίκλιτη θολοσκέπαστη βασιλική με πρόναο, κυρίως ναό και ιερό Βήμα. Στο κεντρικό κλίτος, που χωρίζεται από τα πλάγια με 4 κολόνες (2 σε κάθε πλευρά), υπάρχουν 3 εσωτερικοί τρούλοι (φουρνικά), ενώ στα πλάγια κλίτη από 3 μικρές καμάρες. Ολόκληρος ο κυρίως ναός και το ιερό βήμα είναι κατάγραφα από αγιογραφίες της ίδιας περιόδου. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το ξυλόγλυπτο τέμπλο του ναού με αρκετές σκαλιστές παραστάσεις από την Αγία Γραφή. Σε απόσταση αναπνοής από τη Μονή υπάρχει αναστηλωμένος ένας από τους παλαιότερους νερόμυλους της περιοχής. Προσφάτως, αναστηλώθηκε και ο πλίνθινος μαντρότοιχός της. Η Μονή θα είχε αρκετή περιουσία, αφού διέθετε 1.000 γρόσια τον χρόνο για τα σχολεία των γειτονικών χωριών. Μετά την απελευθέρωση της Ηπείρου, διαλύθηκε και η περιουσία της απαλλοτριώθηκε.
Η Μονή Αβάσσου είναι ιστορικό διατηρητέο μνημείο.
Ιερά Μονή Βλαχέρνας
Η Μονή Βλαχέρνας βρίσκεται στο ομώνυμο χωριό του Νομού Άρτης, σε απόσταση 2 περίπου χλμ. βορειοανατολικά της πόλης, στην αντίπερα όχθη του ποταμού Αράχθου. Καθώς το οικοδομικό συγκρότημα της Μονής είναι κτισμένο στη νότια πλαγιά χαμηλού λόφου, δεσπόζει στον μικρό οικισμό αλλά και στην ευρύτερη περιοχή.
Γνωστή και ως Παναγία της Βλαχέρνας, πήρε την ονομασία από την ξακουστή Παναγία των Βλαχερνών της Κωνσταντινουπόλεως. Είναι επιβλητικός βυζαντινός ναός του 10ου-13ου αι., με μεταγενέστερες επεμβάσεις. Κτισμένη αρχικά ως Καθολικό μοναστηριού στον τύπο της τρίκλιτης βασιλικής και διακοσμημένη με τοιχογραφίες, γλυπτά, μαρμαροθετήματα και ψηφιδωτά, η Παναγία της Βλαχέρνας λειτούργησε ως ταφικός ναός της οικογένειας των Κομνηνών – Δουκάδων, ηγεμόνων του Δεσποτάτου της Ηπείρου.
Ο αρχικός, μεσοβυζαντινός ναός του τέλους του 9ου ή των αρχών του 10ου αι. είχε την μορφή τρίκλιτης ξυλόστεγης βασιλικής με τριμερές ιερό και ημικυκλική αψίδα που εξείχε από τον ανατολικό τοίχο. Από εκείνη την αρχιτεκτονική φάση σώζονται διάφορα αρχιτεκτονικά μέλη εντοιχισμένα στη μεταγενέστερη τοιχοποιία καθώς και η κεντρική αψίδα του ιερού.
Ο ναός που σώζεται σήμερα είναι υστεροβυζαντινός. Ανακατασκευάστηκε στα μέσα του ίδιου αιώνα από τον (ή επί) Μιχαήλ Β’ Δούκα Κομνηνό. Προστίθεται ένας τρούλος σε κάθε κλίτος και ένα φουρνικό στο βόρειο κλίτος δημιουργώντας μιία ιδιόμορφη τρίκλιτη θολοσκέπαστη βασιλική με τρεις τρούλους. Στα τέλη του 13ου αι., όπως υποδεικνύει η χρονολόγηση των τοιχογραφιών του, προστέθηκε νάρθηκας και ενδεχομένως άλλα προσκτίσματα και παρεκκλήσια, τα οποία δεν σώζονται σήμερα. Το κωδωνοστάσιο που είναι ενσωματωμένο στη δυτική πλευρά, είναι πολύ νεώτερη προσθήκη (19ος αι.). Μέχρι το 1814 ο ναός ετιμάτο στη μνήμη της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, από τότε όμως τιμάται στη μνήμη της Καταθέσεως της Τιμίας Εσθήτος της Παρθένου και πανηγυρίζει στις 2 Ιουλίου. Σήμερα λειτουργεί ως ενοριακός ναός του χωριού.
Ιερά Μονή Αγίων Αποστόλων Λιθαρίου
Στην αριστερή πλευρά της εθνικής οδού Πρέβεζας – Άρτας και σε απόσταση 1 χλμ. από τη διακλάδωσή της προς τη Νέα Σαμψούντα (17 χλμ. από την Πρέβεζα, στην τοποθεσία «Λιθάρι», βρίσκεται ένα από τα γνωστότερα μοναστήρια του Νομού Πρεβέζης. Πρόκειται για τη Μονή των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, περισσότερο γνωστή ως Μονή Λιθαρίου.
Παλαιά παράδοση, ζωντανή στην περιοχή, μας λέει ότι το μήνυμα για τον Χριστό και την Ανάστασή του στη Νικόπολη της Ηπείρου έφερε και διέδωσε ο Απόστολος Παύλος. Κατευθυνόμενος για την Νικόπολη στάθηκε, κάπου 15 χλμ. έξω από την περίφημη εκείνη μεγαλόπολη, και καθισμένος επάνω σε ένα λιθάρι μίλησε στους «παρατυχόντες» για τον Χριστό. Και από τότε, θέση και λιθάρι, έμειναν στη συνείδηση του χριστιανικού λαού της περιοχής ιερά και άγια.
Στη θέση «Λιθάρι» κτίστηκε από πανάρχαιους χρόνους, άγνωστο πότε ακριβώς, επί ρωμαϊκών η παλαιοχριστιανικών ερειπίων, εκκλησία των Αγ. Αποστόλων. Ο μητροπολίτης Άρτης Σεραφείμ Ξενόπουλος ή Βυζάντιος, το 1867, επανηύρε το «Αγιολίθαρο» (όπως το ονομάζουν οι Πρεβεζάνοι) δίπλα στη νότια πλευρά του ιερού, το περιέφραξε και έκτισε επ’ αυτού κουβούκλιο-εικονοστάσι το οποίο υπάρχει μέχρι σήμερα.
Ύστερα από μερικά χρόνια, η Μονή Λιθαρίου καταστρέφεται από πυρκαγιά. Ανακαινίζεται και πάλι το 1871 από τον μοναχό Ιγνάτιο Ζαμπέτη. Το 1916 συγχωνεύεται με τη Μονή Ζαλόγγου. Κατά τον Β´ Παγκόσμιο Πόλεμο οι Γερμανοί καίνε τα κελιά που υπήρχαν στη δυτική πλευρά του μοναστηριού κοντά σε μια συστάδα κυπαρισσιών. Λίγο βορειότερα του ναού κτίζεται το 1988 νέα εκκλησία με τρούλο και το 1995 ανακαινίζεται ο παλαιός ναός.
Το παλαιό Καθολικό της Μονής Λιθαρίου είναι μονόκλιτη βασιλική με ξύλινη στέγη και πλακόστρωτο δάπεδο. Χωρίζεται σε πρόναο-γυναικωνίτη, κυρίως ναό και ιερό βήμα με δύο πόρτες στη νότια πλευρά του.
Ιερά Μονή Κοιμήσεως Θεοτόκου Καστρίου
Βρίσκεται στο μικρό λόφο Καστρί Θεσπρωτικού (ύψους 180 μ.) μεταξύ Ριζοβουνίου και Ρωμιάς, μέσα στα ερείπια της ακρόπολης των αρχαίων Βατιών, αποικίας των Ηλείων, που κτίστηκε στα μέσα του 8ου π.Χ. αιώνα. Σώζεται τμήμα του διπλού πολυγωνικού τείχους της ακροπόλεως, που επισκευάστηκε από τον Ιουστινιανό για να προστατεύει τους κατοίκους των γύρω χωριών από επιδρομές εχθρών.
Στα ερείπια ειδωλολατρικού, μάλλον, ναού κτίστηκε γύρω στο 1050 ένας μικρός χριστιανικός ναός και στα ερείπια αυτού, το 1670, το Καθολικό της Μονής, αφιερωμένο στην Κοίμηση της Θεοτόκου. Είναι μονόκλιτη καμαροσκέπαστη βασιλική, ιστορημένη το ίδιο έτος (1670) με αρκετά καλά διατηρημένες αγιογραφίες. Το μοναστήρι είχε μεγάλη κτηματική περιουσία (9.000 στρέμματα), από την οποία ενίσχυε τα σχολεία της περιοχής με 10.000 γρόσια τον χρόνο. Το 1898 έγινε ενοποίηση των εσόδων της Μονής Καστρίου με τα έσοδα της Μονής Προφ. Ηλιού Ηλιοβουνίων και των άλλων 4 μονών της επαρχίας Λούρου (Ροδιάς, Τιμ. Προδρόμου Ρωμιάς, Κορωνησίας και Βλαχερνών) σε ένα γενικό ταμείο, το οποίο διαχειριζόταν η Δημογεροντία Λούρου. Το ταμείο αυτό επιδοτούσε σχολεία, βοηθούσε απόρους, προίκιζε κοπέλες, χορηγούσε υποτροφίες σε σπουδαστές των πανεπιστημίων Αθηνών και Κωνσταντινουπόλεως, ενώ παράλληλα χρηματοδοτούσε κοινωφελή έργα (δρόμους, γεφύρια, αντιπλημμυρικά έργα κ.λπ.). Το 1928 απαλλοτριώθηκε η κτηματική περιουσία της Μονής και δόθηκε στους αγρότες της περιοχής. Το 1916, με την κατάργηση των Δημογεροντιών, η Μονή Καστρίου έγινε μετόχι της Ι.Μ. Προφ. Ηλιού Ηλιοβουνίων.
Το 1944 η Μονή βομβαρδίστηκε από τις δυνάμεις Κατοχής, με αποτέλεσμα να καταστραφούν τα κελιά της (σήμερα ημιαναστηλωμένα), η δεξαμενή και μέρος της στέγης.
Πανηγυρίζει στις 15 και 23 Αυγούστου. Η ανάβαση στη μονή γίνεται από λιθόστρωτο μονοπάτι (15 λεπτά).
Ιερά Μονή Αγ. Ιωάννου Προδρόμου Ρωμιάς
Βρίσκεται 2 χλμ. ανατολικά του χωριού Ρωμιά κοντά στη Φιλιππιάδα. Ιδρύθηκε από τον Κωνσταντίνο Κομνηνό και ήταν Σταυροπηγιακή (υπαγόταν στο Πατριαρχείο) μέχρι το 1229. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, ιδρύθηκε το 1449 από δύο αδελφούς μοναχούς της γειτονικής Μονής Παντάνασσας (ερειπωμένη σήμερα Μονή στο ομώνυμο χωριό) και για δεύτερη φορά ανοικοδομήθηκε εκ βάθρων το 1852. Το περιτείχισμα της Μονής έγινε το 1859 ηγουμενεύοντος του Αγαθαγγέλου, μοναχού της αγιορείτικης Μονής Κωνσταμονίτου. Το καθολικό είναι τρίκλιτη βασιλική με μικρό τρούλο. Οι μοναδικές αγιογραφίες βρίσκονται στην κόγχη του ιερού βήματος. Κατά την τουρκοκρατία, έδινε 500 γρόσια τον χρόνο για τα σχολεία της περιοχής. Σήμερα λειτουργεί ως κοιμητηριακός ναός της ενορίας της Ρωμιάς.
Ιερά Μονή Αγ. Δημητρίου Κατσούρη
Δεύτερο (μετά την Κοζύλη) παλαιότερο μοναστήρι της Μητροπόλεως. Βρίσκεται στο χωριό Πλησιοί Άρτης και ήταν Σταυροπηγιακό μοναστήρι (υπαγόταν στο Πατριαρχείο) μέχρι το 1229. Το Καθολικό του είναι κτίσμα του 9ου αι., τρίκλιτη θολωτή βασιλική, που μετατράπηκε σε σταυροειδή εγγεγραμμένο ναό μετά τρούλου. Στις αγιογραφίες του ναού (που αποτελούν τις αρχαιότερες που σώζονται σε όλη τη Μητρόπολη) αναγνωρίζονται δύο φάσεις: η α’ χρονολογείται στις αρχές του 13ου αι. (μεταξύ 1220 και 1230) και η β’ στο τελευταίο τέταρτο του ίδιου αιώνα, δηλαδή επί δεσποτάτου της Ηπείρου. Στο γλυπτό διάκοσμα του Καθολικού περιλαμβάνονται και τα ιωνικά και περγαμηνά κιονόκρανα των κιονοστοιχιών, τα οποία πιθανότατα προέρχονται από ρωμαϊκό κτίριο της αρχαίας Αμβρακίας (Άρτας). Το μοναστήρι διαλύθηκε τον 18ο αι.
Ιερά Μονή Γενεσίου της Θεοτόκου Κορωνησίας
Στη μέση της όμορφης Κορωνησίας, μέσα στην αγκαλιά του Αμβρακικού, πάνω σε λοφίσκο, δεσπόζει ο μικρός ναός της Γεννήσεως της Θεοτόκου, απομεινάρι παλαιού και ακμαίου μοναστηριού. Είναι ένας από τους παλαιότερους βυζαντινούς ναούς της ευρύτερης περιοχής και χρονολογείται γύρω στον 7ο αι., ή κατά άλλους στο τέλος του 10ου αι. Κατά τον 15ο και 16ο αι. είχε πολλούς μοναχούς. Κατά καιρούς γνώρισε πολλές μετασκευές. Ο σημερινός ναός ανήκει στον σπάνιο τύπο του σταυροειδούς ημιεγγεγραμμένου με τρούλο, με σημαντικές αποκλίσεις. Ο κυρίως ναός χωρίζεται σε τρία κλίτη με δύο σειρές από ανομοιόμορφες και ανισοϋψείς κολώνες, ολόκληρος καλύπτεται με θόλους. Είναι κατάγραφος από τοιχογραφίες του 17ου αι. που ακολουθούν την τεχνική της κρητικής σχολής. Το εξαιρετικής τέχνης ξυλόγλυπτο τέμπλο έγινε στα μέσα του 19ου αι. και φέρει πλήθος ολόγλυπτων ανθικών και ζωικών διακοσμήσεων.
Σε απόσταση λίγων μέτρων ανατολικά του ναού βρίσκεται το μικρό παρεκκλήσι του Οσίου Ονουφρίου. Πρόκειται για πολύ μικρή θολωτή βασιλική. Τιμάται στη μνήμη του οσίου μοναχού Ονουφρίου που ασκήτεψε εκεί ως την κοίμησή του (το 1780) και ενταφιάστηκε στο εσωτερικό του ναΐσκου. Εσωτερικά το εκκλησάκι είναι κατάμεστο από τοιχογραφίες που πιθανότατα έγιναν τον 17ο αι., συγχρόνως δηλ. με την ιστόρηση του κεντρικού ναού της Παναγίας.