Το Διάταγμα των Μεδιολάνων
H εορταστική ανάμνηση για τα 1700 χρόνια από το Διάταγμα των Μεδιολάνων φέρνει εκ νέου στο προσκήνιο ένα από τα πλέον κομβικά γεγονότα της παγκόσμιας ιστορίας, καθώς, το τελευταίο χρονικό διάστημα, βιώνουμε μια πολυεπίπεδη κρίση, τόσο στον τόπο μας όσο και σε ολόκληρη την Ευρώπη.
ΙΓΝΑΤΙΟΣ, Μητροπολίτης Δημητριάδος
H εορταστική ανάμνηση για τα 1700 χρόνια από το Διάταγμα των Μεδιολάνων φέρνει εκ νέου στο προσκήνιο ένα από τα πλέον κομβικά γεγονότα της παγκόσμιας ιστορίας, καθώς, το τελευταίο χρονικό διάστημα, βιώνουμε μια πολυεπίπεδη κρίση, τόσο στον τόπο μας όσο και σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Αξίζει να θυμηθούμε ότι, πολύ πρόσφατα, έλαβε χώρα στην γηραιά ήπειρο, και εξακολουθεί να συγκεντρώνει το ενδιαφέρον, ειδημόνων και μη, μια ιδιαίτερα σημαντική συζήτηση για την ίδια την ταυτότητα της Ευρώπης.
Πρόκειται για μια συζήτηση, η οποία διαρκώς έρχεται στην επιφάνεια με ποικίλες αφορμές, όπως: το ευρω-σύνταγμα, η τρέχουσα οικονομική, αλλά και πνευματική κρίση, η έξαρση των ποικίλων φονταμενταλισμών.
Το «Διάταγμα των Μεδιολάνων», κατά τη γνώμη μας, δεν μπορεί παρά να βρίσκεται στο επίκεντρο αυτής της συζήτησης, διότι συνδυάζει τον όλο προβληματισμό με την πολύτιμη παρακαταθήκη της θρησκευτικής ελευθερίας και ανεξιθρησκίας.
Αυτά τα δυο αγαθά, παρά τους αιώνες που έχουν παρέλθει και τα θεσπίσματα που έχουν υπάρξει προς την κατεύθυνση αυτή, δυστυχώς, δεν είναι, αλλά ούτε πρέπει να θεωρούνται ως δεδομένα. Πριν δούμε ωστόσο τι θα είχε να πει στις μέρες μας το Διάταγμα των Μεδιολάνων, κρίνουμε σκόπιμο να περιγράψουμε συνοπτικά το ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο έλαβε σάρκα και οστά.
Α. Ιστορική αναδρομή
Το Διάταγμα των Μεδιολάνων, ως γνωστόν, συνδέεται με την μεγάλη προσωπικότητα της βυζαντινής αλλά και της εκκλησιαστικής ιστορίας μας, τον ισαπόστολο και άγιο Μέγα Κωνσταντίνο. Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος δεν γεννήθηκε χριστιανός∙ είχε, ωστόσο, από πολύ νωρίς απορρίψει την ειδωλολατρική πολυθεΐα και είχε προσχωρήσει σαφέστατα στον μονοθεϊσμό του πατέρα του, με αποτέλεσμα να βρίσκεται εγγύτερα προς την χριστιανική μονοθεϊστική πίστη. Αλλά όχι μόνον αυτό!
Γεγονότα και πρόσωπα (λ.χ. το περίφημο όραμα ή η θεοσημία, παραμονές της συγκρούσεώς του με τον Μαξέντιο, ο σεβασμός προς το χριστιανικό σύμβολο και το μονόγραμμα του Χριστού, η μητέρα του, η ευσεβής αγία Ελένη κ.λπ.) φαίνεται πως τον οδήγησαν, όχι μόνον στην θετική στάση του προς τον Χριστιανισμό, αλλά και στη μεταστροφή του προς αυτόν.
Με βεβαιότητα πρέπει να λεχθεί, πως επρόκειτο για μια δυναμική προσωπικότητα με ιδιαίτερη οξυδέρκεια και πολιτικό όραμα.
Σύντομα κατανόησε ότι η πολιτική των διωγμών που ακολουθείτο από τους προκατόχους του Ρωμαίους αυτοκράτορες, δεν θα μπορούσε σε καμιά περίπτωση να βοηθήσει στην αποκατάσταση της ηρεμίας, της ευημερίας και προπάντων της ενότητας της αυτοκρατορίας.
Ο Κωνσταντίνος, με κατάλληλη πνευματική ετοιμότητα και πολιτική ωριμότητα, θα εντοπίσει στην χριστιανική Εκκλησία τον αναγκαίο εκείνο οικουμενικό παράγοντα που θα μπορούσε, υπό προϋποθέσεις, να συμβάλει στην αναζωογόνηση, ενοποίηση και ειρήνευση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Οι αποκαλούμενες «Αποφάσεις των Μεδιολάνων» (στις αρχές του 313) θα αποτελέσουν την πρώτη θεσμική πράξη του ιδρυτή της νέας ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, η οποία θα ευνοήσει έμμεσα και άμεσα την εξάπλωση και επικράτηση της χριστιανικής θρησκείας.
Πρόκειται για το περίφημο πλέον σήμερα «Διάταγμα των Μεδιολάνων», το οποίο ουσιαστικά αποτελεί την πρώτη στην παγκόσμια ιστορία οικουμενική διακήρυξη και κατοχύρωση της θρησκευτικής ανεξιθρησκίας και ακολούθως της αρχής της θρησκευτικής ελευθερίας.
Επρόκειτο για μια όντως επαναστατική και θαρραλέα για την εποχή εκείνη νομοθεσία, η οποία, για πρώτη φορά, ανεγνώριζε ισότιμη αξία και ανάλογη μεταχείριση σε όλες τις θρησκευτικές παραδόσεις της αυτοκρατορίας και έμελε να οδηγήσει στη σταδιακή επικράτηση και τελικά θεσμική κατοχύρωση του Χριστιανισμού.
Β. Η σημασία του Διατάγματος των Μεδιολάνων για την εποχή μας
Αλλά ποια είναι η σημασία του Διατάγματος για εμάς σήμερα και γιατί εξακολουθεί να αποτελεί απαράβατο σημείο αναφοράς για τον πολιτισμένο κόσμο;
Σε μια εποχή, κατά την οποία ο άνθρωπος βρίσκεται ένα βήμα πριν από τον εποικισμό πλανητών, με την τεχνολογική πρόοδο σε δυσθεώρητα ύψη, με τις αποστάσεις εκμηδενισμένες, και, γενικά, με την επιστήμη και τον πολιτισμό του σε ραγδαία εξέλιξη, οι αξίες που το «Διάταγμα των Μεδιολάνων» προβάλλει, φαίνεται ότι εξακολουθούν να παραμένουν ανεκπλήρωτος πόθος για πολλές από τις κοινωνίες μας.
Πριν από δύο χρόνια, φιλοξενήσαμε στην πόλη του Βόλου ένα Διεθνές Συνέδριο, με τη συνεργασία του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών, που σκοπό είχε την ευαισθητοποίηση του ορθόδοξου, και όχι μόνο, χριστιανικού κόσμου για τα προβλήματα επιβίωσης και την καταπάτηση των θρησκευτικών ελευθεριών των χριστιανών στη Μέση Ανατολή, μια πολύπαθη περιοχή πολύ κοντά στην όμορφη Κύπρο μας.
Σήμερα τα προβλήματα αυτά εξακολουθούν όχι μόνο να υφίστανται αλλά διαρκώς να διογκώνονται (αρκεί μονάχα να αναφερθεί εδώ το πρόσφατο γεγονός της απαγωγής των δύο Μητροπολιτών) οδηγώντας, ούτε λίγο ούτε πολύ, στον ξεριζωμό των χριστιανών από τις πατρογονικές εστίες τους και στη συρρίκνωση της παρουσίας των χριστιανών στην περιοχή.
Τα γεγονότα που λαμβάνουν χώρα τη στιγμή αυτή στην Μ. Ανατολή δεν είναι παρά ένα μικρό δείγμα της σημασίας που εξακολουθούν να έχουν στις μέρες μας οι αξίες που το «Διάταγμα των Μεδιολάνων» προβάλλει. Δεν πρόκειται μόνον για θρησκευτικό θέμα, αλλά ευρύτερα πολιτισμικό.
Η χριστιανική θρησκεία, άλλωστε, δεν αποτελεί σε καμιά περίπτωση μια απόκοσμη κατάσταση. Αντίθετα, σαρκώνεται στον εκάστοτε τόπο και χρόνο, εγγεντρίζοντας τον κάθε πολιτισμό με ανώτερες πνευματικές και ηθικές αξίες, με απώτερο σκοπό την αρμονική συμβίωση ανθρώπων και λαών. Αυτό ακριβώς το ρόλο φαίνεται ότι έπαιξε το «Διάταγμα των Μεδιολάνων».
Τον ίδιο ρόλο καλούνται να παίξουν και σήμερα οι αρχές και οι αξίες που το διαπότισαν.
Στο θρησκευτικό καταρχάς πεδίο, σε όλον τον κόσμο, ακόμη και σε κοσμικές δημοκρατίες εκτός Ευρώπης, που έχουν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, θεσμοθετήσει την ανεξιθρησκία και την θρησκευτική ελευθερία, δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις, όπου η θρησκευτική ετερότητα αντιμετωπίζεται με συμπεριφορές καχυποψίας, ακόμη και ωμής βίας.
Ακόμη και στον Δυτικό κόσμο, ο οποίος αναμφίβολα έχει διαποτιστεί από την Χριστιανική διδασκαλία, και όπου ο θρησκευτικός αυτοπροσδιορισμός εκλαμβάνεται ως απαράβατο στοιχείο της σύγχρονης φιλελεύθερης δημοκρατίας, εμφανίζονται, όχι σπάνια, φαινόμενα, που απειλούν με ένα δήθεν χριστιανικό μανδύα τον ίδιο τον πυρήνα της χριστιανικής πίστης που δεν είναι άλλος από την «καινή εντολή» της αγάπης προς τον πλησίον.
Σε κάθε περίπτωση, το πρόσχημα ή και η αληθινή αιτία είναι η ίδια: Ο υποτιθέμενος κίνδυνος για την εσωτερική ομοιογένεια και ενότητα του κράτους.
Αντί, δηλαδή, να βρίσκει εφαρμογή, αυτό που το Διάταγμα των Μεδιολάνων προβάλλει, δηλαδή τον σεβασμό στην θρησκευτική ετερότητα και την διαφορά ως παράγοντα υγιούς κοινωνίας που εγγυάται την ενότητα, υπερτερεί ο φόβος απέναντι στο διαφορετικό, που μέσα από περιορισμούς , αλλά και κάθε είδους βία, επιτυγχάνει ακριβώς τα αντίθετα αποτελέσματα: Διαίρεση αντί ομοιογένειας, διάσπαση αντί ενίσχυσης της εθνικής, θρησκευτικής και πολιτιστικής ταυτότητας του λαού, μίσος, αντί της καταλλαγής, καταστάσεις, που οδηγούν σε κοινωνικές, αλλά και εθνικές συγκρούσεις, με φανερή ή συγκεκαλυμμένη αιτία τις θρησκευτικές πεποιθήσεις.
Επομένως, το «Διάταγμα των Μεδιολάνων», καθιερώνοντας την ανεξιθρησκία, έρχεται με άκρως επίκαιρο τρόπο να καθιερώσει αυτό που σήμερα αποκαλείται από τους ειδικούς πολιτειολόγους ως «δημόσιος χώρος», όπου όλες οι θρησκευτικές παραδόσεις καλούνται να προβάλλουν με τη χρήση της πειθούς και χωρίς φόβο και πάθος την σωτηριολογική πρότασή τους, περιμένοντας την κρίση της ιστορίας.
Στο πλαίσιο αυτό, ιδιαίτερα ο χριστιανός, βιώνοντας προκαταβολικά στην ιστορία μέσω της θείας Ευχαριστίας την Βασιλεία του Θεού στα έσχατα, ως κοινωνία μοναδικών και ανεκτίμητων προσώπων, καλείται να σεβαστεί έμπρακτα, ως κόρην οφθαλμού, το ουσιώδες συστατικό αυτής της μοναδικότητας και ακεραιότητας του κάθε ανθρώπινου προσώπου.
Αυτό που το «Διάταγμα των Μεδιολάνων» κάλεσε τους πολίτες της τότε Ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας να σεβαστούν, δηλαδή την θρησκευτική αυτο-νομία του πολίτη, με άλλα λόγια την προσωπική ελευθερία του, η Εκκλησία μας το αντιλαμβάνεται ως συστατικό στοιχείο της ανθρώπινης υπάρξεως, ανεξίτηλο σημάδι της κατ’ εικόνα δημιουργίας του, το οποίο μεταφράζεται στις μέρες μας ως το απαράβατο ανθρώπινο δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας.
Ωστόσο, όπως είπαμε, η σημασία του Διατάγματος δεν περιορίζεται μονάχα στο θρησκευτικό χώρο. Αποτελεί και πολιτισμικό κεκτημένο, χαρακτηριστικό δείγμα της στενής σχέσης θρησκείας και ιδιαίτερα της Χριστιανικής πίστης, με τον ανθρώπινο πολιτισμό.
Αν και η Ευρώπη, στο όνομα μιας υποτιθέμενης εξέλιξης, αισθάνεται αμήχανη να διακηρύξει την Χριστιανική της ταυτότητα στο σύνταγμά της, οι αξίες της χριστιανικής πίστης, ως οι αρχές του κοσμοσωτηρίου ευαγγελίου της, αναδεικνύονται περίτρανα στους θεσμούς και τα νομοθετήματά της, έστω και αν εκλαμβάνονται συχνά ως αποκλειστική έκφραση του πνεύματος του κοσμικού κράτους.
Στην προοπτική αυτή, μπορεί οι αρχές που εμπνέει το «Διάταγμα των Μεδιολάνων» να θεωρούνται κεκτημένα δικαιώματα του δυτικού νεωτερικού ανθρώπου, όπως επίσης και χαρακτηριστικά γνωρίσματα των, δυτικοευρωπαϊκού τύπου, δημοκρατικών πολιτευμάτων, είναι όμως η δύναμη που το δημιούργησε, η Χριστιανική πίστη, που, όπως συνέβη στο παρελθόν, θα συμβάλει και σήμερα στην καλλιέργεια ενός πολιτισμού, ο οποίος μπορεί πράγματι να συμβάλει στην αυθεντική πρόοδο και στον εκπολιτισμό του ανθρώπου σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης.
Ζούμε σε εποχές, στις οποίες υποτίθεται πως οι ανθρώπινες κοινωνίες χειραφετήθηκαν από θρησκευτικές δοξασίες και έθεσαν ως μοναδικό γνώμονα των επιλογών τους τη λογική.
Κι όμως, η παγκόσμια ιστορία μάς έχει διδάξει ότι ο άνθρωπος πολύ συχνά, ούτε λειτουργεί, ούτε πολιτεύεται με βάση τη λογική. Άλλες πτυχές της ανθρώπινης ύπαρξης, όπου φωλιάζουν κατώτερα ένστικτα και πάθη, επιβάλλουν μια άλλη λογική, εκείνην της δύναμης, της επιβολής και του καταναγκασμού.
Η Χριστιανική πίστη είχε πάντα ενώπιόν της τον όλον άνθρωπο και η ανακαινιστική της προσπάθεια είχε αυτή την ολότητα ως αποδέκτη.
Επομένως, αυτό που απαιτείται στις μέρες μας δεν είναι η θεωρητική προάσπιση και διακήρυξη κάποιων κανόνων ηθικής ως πρόσταγμα της κοινής λογικής, που να καλεί τους ανθρώπους να σεβαστούν τον διαφορετικό, είτε ως προς τη φυλή, είτε ως προς την θρησκεία. Αυτό που έχει ανάγκη η εποχή μας και ο λαός μας είναι ένα νέο ήθος, με αφετηρία τις αξίες που βρίσκονται στο «Διάταγμα των Μεδιολάνων» και οι οποίες αναδεικνύουν την προτεραιότητα του ανθρώπινου προσώπου και της ελευθερίας του έναντι κάθε ιδεολογικής ή τεχνοκρατικής θεώρησης της ζωής. Και αυτό το νέο ήθος αποτελεί καρπό συνειδητής και βιωμένης Χριστιανικής πνευματικότητας.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν θα έχει μέλλον, εάν δεν δώσουν πνοή στο νέο αυτό ήθος οι ίδιοι οι πολίτες της. Το 2013, έτος αφιερωμένο στον ευρωπαίο πολίτη, μάς δίδει ακριβώς την ευκαιρία να επικεντρώσουμε την προσοχή μας στο ανθρώπινο πρόσωπο με τις ελευθερίες του και τα δικαιώματά του, όπως και τις ευθύνες που έχουμε απέναντι στην δημοκρατία, την κοινωνία μας και τη ζωή μας ως κοινότητα των λαών εντός της Ευρώπης.
Αυτή είναι η εμπειρία της ίδιας της Εκκλησίας, η οποία καλεί και εύχεται υπέρ της «των πάντων ενότητος». Αυτή είναι και η μαρτυρία της ίδιας της Ευρώπης. Όταν μιλούμε, λοιπόν, για προτροπές προβληματισμού, μιλούμε για ένα πολιτισμό ήθους και ύφους στην Ευρώπη.
Όταν κάνουμε αναφορά στην χριστιανική παράδοση της Ευρώπης, σημαίνει ότι το να είναι κανείς πολίτης θεωρεί την res puplica, δηλαδή το κράτος και την κοινότητα, ως ένα κοινωνικό αγαθό το οποίο θα πρέπει όλοι μας να το προστατέψουμε.
Η αξία του ανθρωπίνου προσώπου δεν ταυτίζεται με τις οικονομικές αξίες του αγοραστή, του καταναλωτή ή του πελάτη! Απέναντι στη σημερινή κρίση έχουμε ανάγκη από πολίτες, οι οποίοι γνωρίζουν την ευθύνη τους και δρουν ως υπεύθυνα άτομα, για να διατηρήσουν την κοινωνική συνοχή μέσα από τις αξίες που οικοδόμησαν όλες τις δημοκρατικές κοινωνίες στην Ευρώπη.
Η συνύπαρξη, λοιπόν, των πολιτισμών και των φιλοσοφικών απόψεων επιβάλλει την ανεξιθρησκία, την ανοχή και το ανοικτό πνεύμα, πράγμα που δεν σημαίνει την απόρριψη των κοσμικών παραδόσεων και των επιρροών που έχουν σημαδέψει την εξέλιξη της δυτικής κοινωνίας μας.
Ο γνήσιος εμπλουτισμός που μπορεί να προκύψει από την επικοινωνία μεταξύ των πολιτισμών δεν θα υπάρξει παρά μόνον όταν, μέσα από τον διάλογο, ο κάθε πολιτισμός θα διατηρήσει την ιδιομορφία του και την ταυτότητά του. Η απόσυρση της θρησκείας στην ιδιωτική σφαίρα σημαίνει κίνδυνο για την κοινωνική συνοχή αλλά και αποκοπή της κοσμικής κοινωνίας από σημαντικές πηγές δημιουργίας νοήματος και ταυτότητας.
Η θρησκεία θα συνεχίσει να βρίσκεται στον πυρήνα τον εξελίξεων παγκοσμίως. Και σε αυτόν τον διαθρησκειακό διάλογο, που τελικώς αποβαίνει πολιτικός και πολιτισμικός συνάμα, η συνειδητή και βιωμένη χριστιανική πίστη έχει να συμβάλει τα μέγιστα, μέσω των θησαυρών της πνευματικότητας και της παράδοσής της.
Το 2013 είναι έτος Μνήμης του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ’, στα πλαίσια της συμπλήρωσης 100 χρόνων από τη γέννηση του αείμνηστου Εθνάρχη και πρώτου Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Η ζωή και το έργο του, που επιτέλεσε σε εθνικό και διεθνές επίπεδο ο Εθνάρχης Μακάριος Γ’, με την προάσπιση των οικουμενικών αξιών και πανανθρώπινων ιδανικών της ελευθερίας, της δημοκρατίας, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αλλά και της ειρηνικής συνύπαρξης των λαών ανεξαρτήτως εθνικότητας, χρώματος, φυλής ή θρησκείας., είναι και πάλι ζητούμενο στην Ευρώπη.
Η Μεγαλόνησος, η Κύπρος μας, υπήρξε από αρχαιοτάτων χρόνων τόσο κοιτίδα υψηλού ανθρωπιστικού πολιτισμού όσο και επίκεντρο συνάντησης διαφόρων πολιτισμών από Ανατολή και Δύση. Είχε την τύχη, λόγω της γεωγραφικής θέσης της, να διαθέτει πάντοτε μια ιδιαίτερη γεωπολιτική σημασία, που την καθιστούσε το κέντρο ποικίλων θρησκευτικών και πολιτισμικών ζυμώσεων.
Δεν είναι τυχαίο ότι εδώ από πολύ ενωρίς άνθησε η χριστιανική πίστη, μάλιστα σε περιβάλλον με σημαντική διαθρησκειακή παρουσία, εμποτίζοντας την κουλτούρα και τη ζωή του γηγενούς πληθυσμού με τις αξίες και τα νάματα του Ευαγγελίου, καθιστώντας δυνατή τη συνύπαρξη, όχι πάντοτε χωρίς δυσκολίες, ορθοδόξων χριστιανών, ετερόδοξων και αλλόθρησκων.
Η Κύπρος, αποτελώντας βασικό κομμάτι του Ελληνισμού, αγωνίστηκε πάντοτε με τρόπο δυναμικό για την διατήρηση της ιδιαίτερης κοσμοπολίτικης ταυτότητάς της, δίνοντας βροντερό παρόν στους αγώνες ολάκερου του Ελληνισμού, αλλά πάντοτε με σεβασμό στην θρησκευτική ετερότητα, χωρίς σε καμιά περίπτωση να εγκαταλείπει στη λήθη τις δύσκολες ιστορικές περιπέτειές της.
Αποτελώντας τόσο γεωγραφικά όσο και ιστορικά την καρδιά της Μεσογείου, καλείται και σήμερα να καταστεί η κιβωτός, όπου μέσα στο φουρτουνιασμένο πέλαγος θα διαφυλάττει και θα διασώζει πολιτισμούς και θρησκείες μακριά από φτηνούς και νεόκοπους φονταμενταλισμούς, ακρότητες ή φαινόμενα τρομοκρατίας και φανατισμού.
Δεν μπορεί να είναι τυχαίο, επομένως, που η Μητρόπολη Κωνσταντίας, μια από τις ιστορικές μητροπόλεις της εθναρχικής Εκκλησίας της Κύπρου, ανέλαβε την πρωτοβουλία για τον εορτασμό των 1700 χρόνων από το «Διάταγμα των Μεδιολάνων», μια στιγμή κομβική για την παγκόσμια ιστορία, που θα εξακολουθεί, ως ορόσημο, να φωτίζει τους ανθρώπους και τους πολιτισμούς του παρόντος και του μέλλοντος.