Συνέβη λοιπόν ο κοσμικός να διοριστεί διοικητής της επαρχίας εκείνης και άρχισε να πιέζει τον μοναχό να εγκαταλείψει το κτήμα, ταλαιπωρώντας τον συνεχώς και περνώντας τα ζώα του μέσα από το κτήμα.
Ο αδελφός, βλέποντας τα πράγματα πολύ δύσκολα και επειδή δεν κατόρθωσε να μεταπείσει τον άρχοντα με τα παρακάλια, κατέφυγε τελικά σε κάποιον γέροντα ενάρετο και ονομαστό που ησύχαζε στα μέρη εκείνα. Και πήγε πολλές φορές, ο γέροντας όμως τον έδιωχνε λέγοντάς του να επιστρέψει στο κελλί του.
Όταν ο αδελφός είδε τον άρχοντα έτοιμο να του πάρει το κτήμα, πήγε πάλι στον γέροντα και του λέει: «Για τον Θεό, βοήθησέ με, και γράψε του ή στείλε κάποιον να του μιλήσει». Και επειδή επέμενε ενοχλητικά, γράφει ο γέροντας επιστολή στον άρχοντα που έλεγε τα εξής: «Ο μοναχός είναι μοναχός, για να μην έχει τίποτε με το οποίο μπορούν να τον αδικήσουν. Αν όμως έχει, ας αδικείται, διότι δεν είναι μοναχός». Και γράφοντας απ’ έξω τον αποστολέα και τον παραλήπτη έδωσε την επιστολή στον αδελφό να την πάει στον άρχοντα, το περιεχόμενό της όμως δεν το γνώριζε ο αδελφός.
Πήγε λοιπόν και έδωσε το γράμμα στον άρχοντα. Εκείνος το δέχτηκε με πολλή τιμή και αφού το καταφίλησε το άνοιξε και το διάβασε. Και ρώτησε τον αδελφό: «Ξέρεις τι έγραψε;» Του λέει εκείνος: «Να φύγεις από το κτήμα». Και ο άρχοντας, θαυμάζοντας την αρετή του γέροντα, εγκατέλειψε το κτήμα.
Στο περιστατικό αυτό θαυμάζουμε την αγαθότητα του Θεού και την ιδιότητα της αρετής, τι δηλαδή έγραψε ο γέροντας, χωρίς τίποτε το υβριστικό ή απειλητικό, και πώς ένα τέτοιο γράμμα έπεισε τον άρχοντα να ευσπλαχνιστεί εκείνον που τον παρακαλούσε.
Από το βιβλίο: Άγνωστες σελίδες του Γεροντικού. Εκδόσεις «Το Περιβόλι της Παναγίας», Θεσσαλονίκη 2001, σελ. 15.