Η Ιωάννα ήταν μια νεαρή γυναίκα που αρρώστησε από πνευμονία και βρισκόταν πολύ κοντά στο θάνατο. Έξω ακριβώς από το παράθυρο του δωματίου της υπήρχε ένα αμπέλι. Η Ιωάννα παρατηρούσε καθημερινά τα φύλλα του που έπεφταν. Πίστευε ότι όταν πέσει και το τελευταίο φύλλο, θα έχει φτάσει κι η ώρα να πεθάνει κι αυτή. Όμως η καλύτερη φίλη της, η Ελένη, η οποία έμενε μαζί της, προσπαθούσε να τη πείσει να σταματήσει να σκέφτεται τόσο απαισιόδοξα.
Στην ίδια πολυκατοικία ζούσε και ο Ζήσης, ένας ηλικιωμένος κύριος, αποτυχημένος καλλιτέχνης. Ισχυριζόταν συνεχώς ότι σύντομα θα ζωγραφίσει έναν πίνακα αριστούργημα, όμως ακόμα δεν τον είχε καν ξεκινήσει. Η Ελένη επισκέφτηκε τον Ζήση και τον ενημέρωσε πως η Ιωάννα είναι άρρωστη κι ότι χάνει σιγά σιγά την επιθυμία για ζωή. Του φανέρωσε κι ότι η Ιωάννα πιστεύει πως μόλις πέσει από το αμπέλι και το τελευταίο φύλλο θα πεθάνει. Ο Ζήσης χαρακτήρισε αυτό τον ισχυρισμό σαν ανοησία, όμως παρόλα αυτά πήγε να επισκεφθεί τη Ιωάννα και να δει το αμπέλι.
Την επόμενη νύχτα ξέσπασε μια μεγάλη καταιγίδα, ο άνεμος λυσσομανούσε και οι σταγόνες της βροχής χτυπούσαν ανελέητα το παράθυρο. Η Ελένη έκλεισε τις κουρτίνες κι είπε στην Ιωάννα να κοιμηθεί. Στο αμπέλι είχε πια μείνει μόνο ένα φύλλο… Αν κι η Ιωάννα επέμενε να τις αφήσει ανοιχτές, η Ελένη επέμενε να τις κλείσουν, αφού δεν ήθελε να δει η Ιωάννα την πτώση του τελευταίου φύλλου. Το πρωί αμέσως η Ιωάννα ξανάνοιξε τις κουρτίνες κι έψαχνε με το βλέμμα της το αμπέλι για να βεβαιωθεί ότι είχαν πέσει πια όλα τα φύλλα, όμως παρόλα αυτά αυτό ήταν ακόμη εκεί!
Παρόλο που η Ιωάννα εντυπωσιάστηκε από το γεγονός, συνέχισε να πιστεύει ότι θα πέσει το φύλλο μέσα στη μέρα. Αλλά αυτό δεν συνέβη. Και δεν έπεσε ούτε τη νύχτα , αλλά ούτε και την επόμενη ημέρα. Η Ιωάννα άρχισε πια να πιστεύει ότι το φύλλο παρέμενε εκεί για να της δείξει πόσο λάθος έκανε να θέλει να πεθάνει. Άρχισε να ανακτά την επιθυμία της να ζήσει, κάτι που είχε άμεσα θετικό αντίκτυπο στην υγεία της.
«Έχω κάτι να σου ανακοινώσω», της είπε η Ελένη εκείνο το απόγευμα. «Ο κ. Ζήσης πέθανε σήμερα από πνευμονία στο νοσοκομείο. Ήταν πολύ άρρωστος τις τελευταίες δύο ημέρες. Ο επιστάτης του τον βρήκε χθες το πρωί στο δωμάτιό του πεσμένο κάτω, αβοήθητο, με δυνατούς πόνους. Τα παπούτσια και τα ρούχα του ήταν υγρά και παγωμένα.
Δεν μπορούσαν να φανταστούν τι είχε γίνει εκείνη τη φοβερή νύχτα που είχε ξεσπάσει η μεγάλη καταιγίδα. Στη συνέχεια όμως βρήκαν ένα φανάρι, που ήταν ακόμα αναμμένο, μια σκάλα, μερικές βούρτσες πεταμένες από δω κι από κει, και μια παλέτα ζωγραφικής με πράσινα και κίτρινα χρώματα.
Για κοίταξε, έξω από το παράθυρο αυτό το τελευταίο φύλλο του αμπελιού. Δεν αναρωτιέσαι γιατί δεν κουνιέται όταν φυσάει ο άνεμος; Αχ, καλή μου, αυτό είναι το αριστούργημα του κ. Ζήση. Το ζωγράφισε εκείνο το βράδυ που έπεσε το τελευταίο φύλλο.»