Το υποστατικό «Είναι» κατά τον Όσιο Σωφρόνιο του Έσσεξ
Του Δημητρίου Λυκούδη, θεολόγου
Ο όσιος πατήρ Σωφρόνιος τονίζει ότι το Υποστατικόν και Απεριόριστον Θεϊκό “Είναι” αποτελεί τον Αίτιο, την πηγή και αφετηρία της ανθρώπινης υπάρξεως στον κόσμο. Το θεϊκό “Είναι” αποκαλύπτεται ως Πρόσωπο , γεγονός που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η γνώση Αυτού, έστω και μερική, μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο μέσω της προσωπικής κοινωνίας μαζί Του. Μέσω της προσευχητικής προσέγγισης, το Θεϊκό “Είναι” αυτοαποκαλύπτεται μεταδίδοντας «τήν γνῶσιν περί Ἑαυτοῦ»[1] μέσω των θείων ενεργειών Του. Βέβαια αναφέρεται στην πνευματική γνώση «ὡς κοινωνία ἐν τή ὑπάρξει, ὡς ἕνωσις ἐν αὐτῶ τῷ εἶναι»[2] και υπογραμμίζοντας αυτή την ενότητα ως “πνευματική κατάκτηση” του ανθρώπου, καταλήγει στην σπουδαιότητα και πρωταρχικότητα της προσευχής, μέσω της οποίας το ανθρώπινο “είναι” αξιώνεται να αισθανθεί[3] την πνοή της θείας αιωνιότητας.
Παραπομπές:
[1] Σαχάρωφ Σ., Ὀψόμεθα τόν Θεόν καθώς ἐστι, σελ. 311.
[2] Αυτόθι, σελ. 312.
[3] Ο π. Ιουστίνος Πόποβιτς παρατηρεί: «Δέν ὑπάρχει ἀμφιβολία, ὅτι ἡ αἴσθησις εἶναι εὐλογία μόνον μέσα εἰς τήν χριστοαίσθησιν? ἄνευ αὐτῆς, ἡ αἴσθησις εἶναι μία κατάρα καί φρίκη. Ὁ ἄνθρωπος ἀκριβῶς ἐδημιουργήθη θεοειδῆς, χριστοειδῆς καί πνευματοειδής, διά νά γίνουν αἵ αἰσθήσεις τοῦ εἰς τήν οὐσίαν τῶν θεονοσταλγικαί, χριστονοσταλγικαί καί πνευματονοσταλγικαί» (Πόποβιτς Ι., Άνθρωπος και Θεάνθρωπος, σελ. 20).