Βαδίζοντας προς το «κατώφλι» του Νέου Έτους
Του Δρος Αλ. Κωστάρα στην «Κιβωτό της Ορθοδοξίας»
Μια ακόμη χρονιά βαδίζουμε στην γνώριμη πορεία μας μέσα στην περίοδο των Εορτών του Δωδεκαημέρου από το Σπήλαιο της Φάτνης, όπου προσκυνήσαμε το Θείο Βρέφος, στο «κατώφλι» του Νέου Έτους, στο οποίο μάς εισάγει η μεγάλη μορφή του Αγίου Βασιλείου. Όπως έχω γράψει και άλλη φορά, ο Άγιος Βασίλειος είναι ο μόνος Άγιος από το Αγιολόγιο της Εκκλησίας μας, τον οποίο ο εορταστικός μας οίστρος έχει παραποιήσει σε τέτοιο βαθμό, ώστε το είδωλο να εκτοπίζει την αληθινή εικόνα του Αγίου! Έτσι, εάν ρωτήσεις σήμερα ένα νέο ή μια νέα να σου πουν, τί είναι για αυτούς ο Άγιος Βασίλειος ή Άγιος Βασίλης, όπως έχει επικρατήσει να λέγεται, θα σε παραπέμψουν στο γνωστό στρουμπουλό γεροντάκι με τα άσπρα μαλλιά και την άσπρη γενειάδα του, ντυμένο στην γνωστή ερυρθρόλευκη φορεσιά του. Άλλοτε να λικνίζεται στις εισόδους των μεγάλων καταστημάτων υπό τους ήχους της μουσικής που αυτό παίζει. Και άλλοτε να τριγυρνάει από σπίτι σε σπίτι, για να μοιράσει τα δώρα του στα παιδιά. Και όπου δεν βρίσκει πρόσβαση, για να εισέλθει στα σπίτια, να σκαρφαλώνει στα μπαλκόνια, αφού πρέπει οπωσδήποτε να αφήσει τα δώρα που περιμένουν τα παιδιά. Δεν μιλήσαμε ποτέ στα παιδιά για την αληθινή προσωπικότητα του μεγάλου αυτού Αγίου της Εκκλησίας μας. Πώς έχουμε λοιπόν την απαίτηση να γνωρίζουν, ποιός ήταν ο Άγιος Βασίλης; Δεν τους είπαμε ποτέ την αληθινή του ιστορία, ότι δηλ. ήταν το πλουσιόπαιδο της Καππαδοκίας, το οποίο διέθεσε την τεράστια περιουσία που εκληρονόμησε σε αγαθοεργούς σκοπούς. Έχτισε την περίφημη «Βασιλειάδα», ένα συγκρότημα δηλ. που περιελάμβανε πλειάδα ευαγών ιδρυμάτων, όπως ήσαν π.χ. τα νοσοκομεία-λεπροκομεία, τα πτωχοκομεία, τα γηροκομεία κ.ά., που αποτελούσαν τμήματα της «Βασιλειάδας». Έδωσε ο Μέγας Βσίλειος όλα τα χρήματά του σε εκείνους, που τα είχαν ανάγκη. Και για τον εαυτό του ο ταπεινός Ιεράρχης του Χριστού κράτησε όσα εχρειάζοντο, για να αγοράσει ένα μόνο ράσο, που το φορούσε σε όλη την σύντομη ζωή του, αφού ο Άγιος Βασίλειος απεβίωσε σε ηλικία μόλις 49 ετών. Δεν πρόλαβε δηλ. να γεράσει και να ασπρίσουν τα μαλλιά και τα γένια του, όπως τον θέλει η σημερινή μυθοπλασία, που τον περιβάλλει. Στην σύντομη ζωή του ο Μέγας αυτός Ιεράρχης επραγματοποίησε πολλά και σπουδαία έργα, τα οποία αποτελούν την μεγάλη του κληρονομιά στην Καισάρεια της Αγιοτόκου Καππαδοκίας, που ήταν η γενέτειρα, αλλά και η περιοχή της εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας του ως Επισκόπου. Φτώχηνε λοιπόν εκουσίως υλικά ο Άγιος Βασίλειος, για να πλουτίσει πνευματικά.
Δεν πρέπει επίσης να λησμονούμε ότι ο Άγιος Βασίλειος ήταν ένας εκ ων Τριών Ιεραρχών, ένας δηλ εκ των «Τριών μεγίστων φωστήρων της Τρισηλίου θεότητος», όπως λέει το τροπάριο των Τριών Ιεραρχών, τους οποίους τιμά από κοινού σε ιδιαίτερη Εορτή η Εκκλησία μας (30 Ιανουαρίου), πέρα από την ημέρα της ξεχωριστής μνήμης καθενός εκ των Τριών Ιεραχών. Με τα εφόδια, που τού προσέφεραν οι πολλές επιστήμες, τις οποίες είχε σπουδάσει, όπως ήσαν λ.χ. η Φιλοσοφία, η Θεολογία, η Νομική και η Ιατρική, συνέγραψε ο Μέγας Βασίλειος μοναδικά για την εποχή τους έργα, που φέρουν ανάγλυφη την σφραγίδα της τεράστιας προσώπικότητάς του. Από τον χώρο της νομικής επιστήμης η θεωρία του π.χ. για τους σκοπούς της «ειδικής» και της «γενικής πρόληψης», που πρέπει να επιδιώκει η τιμωρία των παραβατών του νόμου, είναι και σήμερα εξεπέραστη. Θαυμάζει κάποιος σήμερα την βαθυστόχαστη νομική σκέψη που διέθετε ο Μέγας Βασίλειος, ο οποίος από τα βάθη των αιώνων συνιστούσε στους εκάστοτε ποινικούς νομοθέτες: «Τους οτιούν αδικούντας ουχ υπέρ των ήδη γεγενημένων κολάζομεν – τίς γαρ αν γένοιτο μηχανή μη γεγενείσθαι το γεγενημένον – αλλά όπως αν αυτούς ή αμείνους προς το λοιπόν γένοιντο ή εταίροις υπάρξειεν του σωφρονείν παράδειγμα»! Σε νεοελληνική δηλ. μετάφραση έλεγε τότε ο Μέγας Βασίλειος τοποθετούμενος στο ζήτημα των σκοπών, που πρέπει να επιδιώκει η τιμωρία των παραβατών του νόμου, ότι «εκείνους που αδικοπραγούν δεν τούς τιμωρούμε μόνο για εκείνο που διέπραξαν – ποιός άλλωστε θα μπορούσε να γίνει μηχανή, που θα ανακαλούσε όσα συνέβησαν, αλλά τούς τιμωρούμε είτε για να τούς δώσουμε την ευκαιρία να γίνουν καλύτεροι κοινωνοί στο μέλλον (ειδική πρόληψη της ποινής) είτε, για να γίνουν σωφρονιστικό παράδειγμα στους άλλους που δεν έχουν αδικοπραγήσει ακόμη (γενική πρόληψη της ποινής)».
Ιδιαίτερη αναφορά πρέπει να γίνει εξάλλου στην θέση που πήρε ο Μέγας Βασίλειος στο ζήτημα, που είχε διχάσει πολλούς εκείνη την εποχή, εάν δηλ. πρέπει να διαβάζουμε ή όχι ειδωλολατρικά έργα. Την εποχή που ο άκριτος φανατισμός πολλών χριστιανών συντηρούσε την φωτιά, για να καούν σε αυτήν τα έργα όλων ανεξαιρέτως των εθνικών συγγραφέων, η φωτισμένη μορφή του Αγίου Βασιλείου συνιστούσε προς τους νέους της εποχής του με το περίφημο έργο του «Προς τους νέους, όπως αν εξ ελληνικών ωφελείντο λόγων» (σε μετάφραση:«Προς τους νέους, για να δουν, πώς θα ωφεληθούν περισσότερο από τα ελληνικά γράμματα») να διαβάζουν όλα τα βιβλία και να παίρνουν από αυτά «τα προς αρετήν συντείνοντα». Τους συνιστούσε δηλ. να μοιάσουν στις μέλισσες, οι οποίες παίρνουν το μέλι που χρειάζονται ακόμη και από τα πιο ακανθώδη άνθη. Όπως έχω τονίσει και με άλλη ευκαιρία, η φωτισμένη μορφή του Αγίου Βασιλείου ενέπνευσε τον σεβασμό προς αυτόν, αλλά και προς τους Τρεις Ιεράρχες συλλήβδην, ακόμη και δεδηλωμένων αθέων, όπως ήταν ο Γιάννης Κορδάτος. Αρκεί να διαβάσει κάποιος στο δίτομο έργο του «Ιησούς Χριστός και Χριστιανισμός» την σχετική αναφορά του στον Άγιο Βασίλειο και στους «Τρεις Ιεράρχες». Τούτων ούτως εχόντων τίθεται εδώ το ερώτημα, γιατί ο σύγχρονος χριστιανικός κόσμος άφησε να χαθούν τα σχετικά «διαμάντια», που προσέφερε η προσωπικότητα και η δράση του Αγίου Βασιλείου κρύβοντας την αληθινή εκτυφλωτική λάμψη της μορφής του κάτω από κατασκευασμένα ψεύτικα είδωλα ντυμένα με ανάλογα ψεύτικες φορεσιές. Το ερώτημα αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία για την Ελλάδα, ιδίως στην σημερινή εποχή, κατά την οποία ψάχνουμε να βρούμε πρότυπα, για να τα προβάλλουμε στα παιδιά, τα οποία, ελλείψει αληθινών προτύπων, που τους τα στερούμε, ενώ τα διαθέτουμε, παρασύρονται από τα διάφορα ψευτοείδωλα της εποχής και χάνονται τελικά από τον δρόμο που θα θέλαμε να τα δούμε να βαδίζουν ακολουθώντας δρόμους ξένους προς τις αληθινές αξίες, που τις κρατάει αδικαιολόγητα κρυμμένες στα σεντούκια της η Ελληνο-Ορθόδοξη παράδοση του έθνους μας.
Το ερώτημα σε σχέση με την σημερινή παραποίηση της μεγάλης μορφής του Αγίου Βασιλείου δεν καλύπτει μόνο την σύγχρονη εποχή. Εκτείνεται και σε εποχές, κατά τις οποίες η Ελλάδα είχε αδιαμφισβήτητα παραδοσιακό χαρακτήρα. Εάν προσέξει κάποιος τα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς, που γράφτηκαν την εποχή της παραδοσιακής Ελλάδας και διατηρούνται αναλλοίωτα μέχρι σήμερα, θα διαπιστώσει τον εορταστικό χαρακτήρα που έχουν, συνδεδεμένο όμως με τον Άγιο Βασίλη, που μάς «έρχεται από την «Καισαρεία», «βαστάει κόλλα και χαρτί, χαρτί και καλαμάρι» και λέει την μοίρα του καθενός από εμάς για το Νέο Έτος. «Την μοίρα μας την έλεγε», συνεχίζουν τα κάλαντα, «και το χαρτί ωμίλει, Άγιε μου, Άγιε μου Αγιοβασίλη… ». Δεν θα είχε κανείς την απαίτηση το κείμενο των καλάντων, κείμενο εορταστικά ποιητικό, να είχε κατηχητικό χαρακτήρα. Θα μπορούσε όμως να ήταν έτσι διαμορφωμένο, ώστε να μη παραποιεί τουλάχιστον την μορφή του Αγίου Βασιλείου. Όταν θέλεις να γιορτάσεις σωστά ένα γεγονός και παράλληλα να διαφυλάξεις τον «θησαυρό», που κρύβουν ορισμένα πρόσωπα άμεσα συνδεδεμένα με το γεγονός αυτό, μπορείς και πρέπει να βρεις την οριοθετική γραμμή, που σού δείχνει μέχρι πού φθάνει ο εορτασμός του γεγονότος και από πού αρχίζει να ξεδιπλώνει την εμβέλειά της η απαγόρευση της απαλλοτρίωσης του «θησαυρού» που κρύβουν τα συνδεδεμένα με το εορταστικό γεγονός πρόσωπα. Απλές σκέψεις που αποτρέπουν την παραποίηση μεγάλων μορφών, όχι μόνο της Εκκλησίας, αλλά και των Γραμμάτων, όπως ήταν ο Άγιος Βασίλειος.
Πηγή: Κιβωτός της Ορθοδοξίας