Η σχετική διεθνής λαογραφική βιβλιογραφία, αναφερόμενη στον υλικό πολιτισμό, διαπίστωσε ότι η μελέτη των αντικειμένων αποτελεί το πρώτο βήμα για την προσέγγιση της ανθρώπινης σκέψης και των ανθρώπινων ενεργειών, ιδίως όταν αυτές εκδηλώνονται στο πολιτισμικό πλαίσιο που αναγνωρίζεται ως «παράδοση». Σε κάθε περίπτωση, η βιωματική σχέση του λαϊκού ανθρώπου με το περιβάλλον του οδηγεί στην υλοποίηση του συστήματος σκέψης του πάνω στα υλικά αντικείμενα του περιβάλλοντος αυτού, που ο ίδιος δημιουργεί με βάση τη χρηστικότητα και την ιδεολογία του, ώστε να τα χρησιμοποιήσει, πρακτικά ή συμβολικά. Ο υλοποιημένος πολιτισμός ουσιαστικά αποτελεί προβολή του συναισθήματος στον έξω κόσμο και οδηγεί στη συμμετοχή και στη διάχυση του λαϊκού ανθρώπου σ’ αυτόν, θέματα για τα οποία έχει μιλήσει με πειστικότητα η θεωρία της ενσυναίσθησης.
Ως τμήμα του υλικού πολιτισμού, τα αντικείμενα που σχετίζονται με την παραδοσιακή θρησκευτική συμπεριφορά του λαού, γνώρισαν και γνωρίζουν πολλές προσεγγίσεις, από διάφορες θεωρίες και σχολές. Σχετικά πρόσφατα, η βιβλιογραφία συνόψισε τα κρίσιμα για τον ερευνητή ερωτήματα, κατά την διαπραγμάτευση των σχέσεων ιδεολογιών, νοοτροπιών και αντικειμένων: ποια είναι τα ουσιαστικά όρια του αντικειμένου, και πώς αυτά καθορίζονται στις σχέσεις τους με τον άνθρωπο, που τα δημιουργεί και τα χρησιμοποιεί; Ως ποιο βαθμό η παράδοση διαφοροποιείται, και πού βρίσκονται τα όρια κατασκευαστή και χρήστη, κατά την δημιουργία και χρήση ειδών που, πέρα από τον διακοσμητικό ή τον χρηστικό ρόλο τους εκφράζουν θρησκευτικές αρχές, αντιπροσωπεύουν πίστεις ή σχετίζονται με θρησκευτικά συστήματα και ανεπίσημες, λαϊκές εκδοχές των επισήμων θρησκειών;
Έτσι, οι σχετικές μελέτες προσπάθησαν, για παράδειγμα, να οριοθετήσουν την αρχή και το τέλος της ιδιαίτερης σημασίας ενός αντικειμένου, αλλά και την «διαπερατότητά» του από τον λαϊκό άνθρωπο. Πρόκειται για έναν γόνιμο προβληματισμό, τις έννοιες, τους όρους και τα συμπεράσματα του οποίου μπορούμε μερικώς να χρησιμοποιήσουμε, ανιχνεύοντας αυτό που θα ονομάζαμε «υλικούς δείκτες» για την μελέτη της παραδοσιακής θρησκευτικής συμπεριφοράς του ελληνικού λαού, τα αντικείμενα δηλαδή που σχετίζονται άμεσα με την λαϊκή θρησκευτικότητα και την εθιμική ζωή του λαού, απορρέουν από αυτήν και αποτυπώνουν οριακές στιγμές και χαρακτηριστικές εκφράσεις της.
Είναι απολύτως ενδεικτικό το ότι ήδη από το πρώτο μισό του 20ού αιώνα η ελληνική Λαογραφία είχε επισημάνει τις συνάφειες ανάμεσα στον υλικό και τους υπόλοιπους τομείς του πολιτισμού, ακόμη και τους πλέον αφηρημένους ή «πνευματικούς», με αφετηρία τις εκδηλώσεις του ελληνικού παραδοσιακού πολιτισμού. Από την άλλη πλευρά, αν τα αντικείμενα είναι ερμηνείες, αντικειμενικοποιήσεις και υλικοποιήσεις της εμπειρίας, μπορούμε ευχερέστερα να κατανοήσουμε τον οξυδερκή ισχυρισμό, σύμφωνα με τον οποίο η μελέτη του υλικού πολιτισμού είναι, τελικά, ένας νέος τρόπος κατανόησης και ερμηνείας των ιστορικών φαινομένων, αλλά και του πολιτισμού γενικότερα, στην πολύπλοκη συνολικότητά του.
Η σύγχρονη λαογραφική βιβλιογραφία προβαίνει σε μια λεπτότερη εννοιολογική διάκριση, που προσφέρει ένα ακόμη εργαλείο εργασίας στον ερευνητή: υποστηρίζει ότι υφίσταται διάκριση ανάμεσα στην τεχνολογική και στην λαογραφική μελέτη του υλικού πολιτισμού, και εντοπίζει τη διάκριση αυτή στα «ήθη και τα έθιμα που αναπτύσσονται γύρω – θα έλεγα ακόμη: και μέσα – στα υλικά αντικείμενα». Με τον τρόπο αυτό οριοθετείται η θέαση του υλικού πολιτισμού από τη σκοπιά της λαογραφίας. Παραλλήλως, η μορφή, η τεχνική και η τεχνοτροπία, η εμπορική ζήτηση που διαμορφώνει την παραγωγή και, κάποτε, διαμορφώνεται απ’ αυτήν, αλλά και το συναισθηματικό και συμβολικό φορτίο κάθε αντικειμένου, αποτελούν όρους σημαντικούς για την εξέταση των επιμέρους τεχνημάτων και για την διερεύνηση της θέσης τους στη ζωή του λαού.
Σε κάθε περίπτωση, οφείλουμε να ερευνούμε τους εκάστοτε παράγοντες διαφοροποιήσεων, αλλά και το πώς αυτοί λειτουργούν στην κοινωνία, πώς εκφράζονται μέσα από τις δομές και τις συνθήκες της καθημερινότητας. Από την άποψη αυτή είναι πιο επίκαιρη παρά ποτέ η άποψη ότι σημασία και κοινωνική χρήση των αντικειμένων είναι πραγματικότητες άρρηκτα δεμένες μεταξύ τους, αλλά και το ότι το μήνυμα του κάθε αντικειμένου συνδέεται στενά με το πώς, πού, πότε και από ποιόν χρησιμοποιείται. Υπό το πρίσμα αυτό πρόσφατα μια μελέτη, ασχολούμενη με τα αυτοκόλλητα σήματα των αστικών – και όχι μόνον – θρησκευτικών πανηγυριών ανίχνευσε τις σημασιολογικές και λειτουργικές μεταβολές που αναδεικνύουν «τον πολυλειτουργικό και πολυσημικό χαρακτήρα» τους, τα «όρια και τις πολιτισμικές διαστάσεις» τους και, τελικά, τη σχέση μεταξύ υποκειμενικής και αντικειμενικής / εμπράγματης διάστασης του κόσμου, με βάση το νόημα που αναπτύσσουν τα ίδια τα αντικείμενα μέσα από αυτή τη σχέση.