Από την άλλη πλευρά, όσον αφορά την σύγχρονη λαϊκή θρησκευτική τέχνη, πρόσφατα δείξαμε ότι η σχέση αυτή λειτουργεί και αντιστρόφως, ότι δηλαδή έχουμε περιπτώσεις που αντικείμενα «φορτισμένα» ήδη από θρησκευτικές σημασίες και ιδεολογικούς προσανατολισμούς ξαναχρησιμοποιούνται με σκοπό την συναισθηματική αναγωγή στο παρελθόν, που αποτελεί κοινό κτήμα όσων συμμετέχουν στην ίδια θρησκεία και στην ίδια εθνική – πολιτισμική κοινότητα. Πρόκειται για μια ιδιάζουσα περίπτωση παγιωμένης ιδεολογικής φόρτισης αντικειμένων, που χρησιμοποιούνται ακριβώς για να επανασημασιοδοτήσουν την εμπράγματη διάσταση του κόσμου, επιβάλλοντας στη σχέση υποκειμενικής και αντικειμενικής διάστασης την παλαιά και ενισχυμένη, ή τροποποιημένη, σημασία τους και όχι λαμβάνοντας ή αναπτύσσοντας νέο νόημα μέσα από τη σχέση αυτή. Έχουμε έτσι μια δεύτερη, εναλλακτική θα έλεγα, περίπτωση λειτουργίας και ερμηνείας του αντικειμένου στον υλικό πολιτισμό του λαού, που μπορεί να χρησιμοποιηθεί πιλοτικά, για την πληρέστερη κατανόηση και διερεύνηση της λαϊκής τέχνης, ιδίως στις σύγχρονές μας νεοτερικές εκδοχές.
Τα είδη λαϊκής τέχνης που ονομάζουμε υλικούς δείκτες της πίστης και της λαϊκής θρησκευτικότητας συνδέονται, σχεδόν αποκλειστικά, με τα τάματα και την πρακτική του ταξίματος, την ανταποδοτική δηλαδή σχέση ανάμεσα στον πιστό και στο θείο, που διέπεται από την αρχή do ut des. Πρόκειται για τα γνωστά μας τάματα, τις πλάκες που προσαρμόζονται στις εικόνες, αλλά και για επενδύσεις εικόνων, κοσμήματα και πολύτιμα είδη που προσαρμόζονται στα θαυματουργά εικονίσματα, ακόμη και για ιερά σκεύη, προϊόντα της ελληνικής λαϊκής αργυροχρυσοχοΐας, που βρίσκονται σε όλες, σχεδόν, τις εκκλησίες. Συχνά μάλιστα, η εθιμική λειτουργικότητα αυτών των αντικειμένων παγιώνεται στις επιγραφές που τα συνοδεύουν, όπου και διατυπώνονται οι νοοτροπίες των αφιερωτών: οι ικεσίες για την διαφύλαξη της υγείας και της ζωής των αφιερωτών και των οικείων τους, οι παρακλήσεις για την αποκατάσταση της υγείας των ασθενών και οι υπομνήσεις για να θυμηθεί ο Ιησούς Χριστός τους αφιερωτές «εν ημέρα κρίσεως» χρωματίζει ιδιαιτέρως τα αντικείμενα αυτά, και τους σκοπούς, τους στόχους και το απώτερο ιδεολογικό περιεχόμενο των αφιερώσεών τους.
Ιδίως όσον αφορά αντικείμενα που προσηλώνονται σε εικονίσματα ή χρησιμοποιούνται στην θεία λατρεία και την τέλεση των μυστηρίων της ορθόδοξης λειτουργικής ζωής, μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι πρόκειται για την χρήση ενός ήδη φορτισμένου απεικάσματος αντικειμένου, που θεωρείται ότι κοσμείται με στοιχεία της υπερφυσικής δύναμης του πρωτοτύπου, γι’ αυτό και προσφέρεται στο ναό και στη δημόσια λατρεία. Όπως έχουν διαπιστώσει ξένοι μελετητές η εκδοχή του πιστού επισκιάζει εδώ τη νοηματοδότηση του αρχικού πρωτοτύπου από τον κατασκευαστή του, αφού επικοινωνία και λαϊκή λατρεία και θρησκευτικότητα είναι διαδικασίες στενά συνδεδεμένες, που προσδιορίζονται πάντοτε από την αλλαγή των κοινωνικών πλαισίων. Το γενικότερο πλαίσιο όπου τοποθετείται το αντικείμενο, αλλά και η οπτική της χρήσης του επιδρούν στο συμβολικό και στο κοινωνικό νόημά του, καθώς μάλιστα εδώ το αντικείμενο είναι ήδη φορτισμένο από μακροχρόνια λειτουργική χρήση, και ακτινοβολεί τις έννοιες αυτές στους προσκυνητές του ναού ή του προσκυνήματος, ώστε το συμβολικό φορτίο του να καθορίζει, σε σημαντικό βαθμό, τα ερμηνευτικά πλαίσια των κοινωνικών παραμέτρων, όπου εντάσσεται, κατανοείται και ερμηνεύεται.
Από τα παραπάνω προκύπτει η ανάγκη συνεργασίας διαφόρων επιστημονικών κλάδων, και η πρακτική της χρήσης διαφόρων μεθόδων και βοηθητικών επιστημών (επιγραφικής, παλαιογραφίας κ.λπ.) για την καταγραφή και μελέτη των αντικειμένων αυτών. Πέρα από την αντικειμενική θεώρηση των επιστημονικών δεδομένων, ο ερευνητής οφείλει να αναρωτηθεί για τα συναισθήματα, την ιδεολογία, τις νοοτροπίες και τις συμπεριφορές των αφιερωτών των αντικειμένων αυτών, που συναποτελούν και εικονογραφούν την λαϊκή θρησκευτικότητα της κάθε εποχής.