Υποδείγματα μετανοίας και υπομονής
Υπόδειγμα μετανοίας ήταν ο γερω-Ανδρέας ο Αγιοπαυλίτης. Ήταν απλούς μοναχός. Είχε έρθει από την Αμερική. Εκεί είχε μπλέξει με Σατανιστές. Έγινε μοναχός αλλά ακόμα τον πείραζαν οι δαίμονες. Μάλιστα ένα διάστημα που ο παπα-Ευσέβιος ήταν αντιπρόσωπος στις Καρυές, τον είχε μαζί του και μία φορά που τρώγανε, άρχισε να φωνάζη κοιτώντας με τρόμο προς το παράθυρο: «Ήρθαν να με πάρουν». Έβλεπε δαιμόνια αυτός, αλλά ο παπα-Ευσέβιος δεν τα έβλεπε.
Αυτός λοιπόν μετανόησε ειλικρινά και επιδόθηκε στη νηστεία και στην προσευχή. Έλεγε συνεχώς την ευχή. Πολλές μέρες αρκείτο σ’ ένα τσάι. Είχε στεγνώσει το στόμα του από την μεγάλη νηστεία.
Όταν πια γέρασε και τον γηροκομούσε ο γερω-Σάββας, πριν κοιμηθή, του είπε: «Σ’ ευχαριστώ για ό,τι έκανες για μένα, για την υπομονή που έδειξες. Καλή αντάμωση στον Παράδεισο». Είχε φαίνεται πληροφορία ότι εσώθη.
Παράδειγμα υπομονής και καρτερίας ήταν ο π. Αλέξιος και μετέπειτα π. Άνθιμος Αγιοπαυλίτης. Είχε ο καημένος επήρειες δαιμονικές. Τον έστειλε το Μοναστήρι στον Μονοξυλίτη με τον γερω-Δαυΐδ. Εκεί που ήταν ήσυχος, έπαιρνε τα πράγματά του, έβγαινε έξω στον κόσμο, ξυριζόταν και ύστερα επέστρεφε.
«Μια φορά», διηγείτο ο γερω-Δαυΐδ, «ήταν περίοδος Τριωδίου και διαβάζαμε ακολουθία. Διάβαζε ο π. Άνθιμος. Μια στιγμή πέταξε κάτω το βιβλίο, γούρλωσε τα μάτια του και άρχισε να φωνάζη. Εγώ φοβήθηκα και βγήκα έξω στα χωράφια. Μετά από λίγο βγαίνει και αυτός και με φώναξε· “Πού είσαι, Γέροντα;”. “Να, πάω στα μουλάρια”, του είπα. “Άσε, θα πάω εγώ”. Είχε συνέλθει και το καταλάβαινε ο καημένος».
Παρ’ όλα αυτά έκανε υπομονή. Ήταν απλούς άνθρωπος και φιλόπονος. Δεν μπορούσε να μη δουλεύη. Όλη μέρα δουλειά και σε κάθε ακολουθία έψελνε στην Εκκλησία. Έτσι τον οικονόμησε ο Θεός· σιγά-σιγά ήρθε σε μετάνοια και είχε ειρηνικά τέλη. Λίγο πριν κοιμηθή, έλεγε:
–Να, τώρα ήρθε ο Ζαχαρίας και με χαιρέτησε.
–Ποιος Ζαχαρίας; Τον ρωτούν οι παριστάμενοι αδελφοί.
–Ο πατέρας του Προδρόμου, απάντησε. Ήταν χαρούμενος και έτσι έφυγε.
Από το βιβλίο: Από την ασκητική και ησυχαστική Αγιορειτική παράδοση, Άγιον Όρος 2011, σελ. 425, 428.