Ἀφιέρωμα στην μνήμη του μακαριστου Γέροντος, Νικολάου Κουμεντάκη, (15 Αὐγούστου 2020)
Στην εφημ. «Κιβωτός της Ορθοδοξίας»
Του Δρος Χαραλάμπους Μ. Μπούσια,
Μεγάλου Υμνογράφου της Εκκλησίας της Αλεξανδρείας
«Δοξάζω τον Θεό που υπάρχουν ακόμη τέτοιοι ιερείς»! Αυτήν την ομολογία αγιότητος του Γέροντος Νικολάου Κουμεντάκη έκανε ο οσιώτατος Γέροντας Ιωσήφ, ο Βατοπαιδινός, μετά το τέλος της Θείας Λειτουργίας που παρακολούθησε με λειτουργό τον π. Νικόλαο στο Μάτι Αττικής. Δοξάζουμε και εμείς και ευγνωμονούμε απείρως τον Κύριο που μας χάρισε τον π. Νικόλαο, για να μας αναψύχει και να μας οδηγεί στην ατελεύτητη μακαριότητα. Έτσι, όταν σκεπτόμαστε και μνημονεύουμε τον μακαριστό Γέροντα, τον οσιώτατο π. Νικόλαο Κουμεντάκη, τον νιώθουμε οικείο μας στην Άνω Ιερουσαλήμ και τον προβάλλουμε ως παράδειγμα καλωσύνης, απλότητας, ιεροπρέπειας, υπομονής, αγκαλιάς ανοιχτής, έτοιμης να χωρέσει όλους μας, παράδειγμα ματιών που δακρύζουν από θλίψη για τις πτώσεις μας και από χαρά για την ανόρθωση και επιστροφή μας.
Ο Γέροντας Νικόλαος, ο αφανής λειτουργός του Θεού του Υψίστου, ήταν πραγματικός πατέρας, όπως Εκείνος, ο ουράνιος, πάντοτε έτοιμος να μας συγχωρήσει, ο,τιδήποτε και αν έχουμε κάνει. Η μετάνοια, το «Πάτερ, ήμαρτον» (Λουκ. ιε΄ 18) δεν τον άφηνε ασυγκίνητο. Γνώριζε το ευόλισθο της ανθρώπινης φύσεως. Γνώριζε τα θελήματα της σάρκας, την επιθυμία των ηδονών. Μας έλεγε, για να μας δίνει κουράγιο: ποιος είναι άμεμπτος απέναντι στον Κύριο; Ποιος είναι τόσο καθαρός που να μπορεί να αντικρύσει τον Θεό Πατέρα στα μάτια; Κανείς από το ανθρώπινο γένος και φυσικά ούτε εγώ, έλεγε, ταπεινώνοντας τον εαυτό του, για να μας συγκινήσει.
Ο Γέροντας ήταν επενδυτής αρετών στην τράπεζα του ουρανού.
* Επένδυε στην λυτρωτική χαρά της αφέσεως των αμαρτιών της ελεημοσύνης, της προσφοράς αγάπης, της καλωσύνης, της συμπαραστάσεως των χειμαζομένων, των ανέργων, των θλιβομένων.
* Επένδυε στην χαρά της όντως ζωής, αυτής που δεν πεθαίνει ποτέ, αλλά συνεχίζεται πιο όμορφη πέραν του τάφου.
* Επένδυε στην λιτότητα, στην κατά Χριστόν πτωχεία, στην αποφυγή σκανδαλισμού ψυχών, στην «εν Χριστώ» ελευθερία, στην αποφυγή κατακρίσεων.
* Επένδυε στην απλότητα, την οποία εφάρμοζε ακόμη και στα ιερατικά του άμφια λέγοντας:
Του ιερέα δεν του ταιριάζει η πολυτέλεια. Κόσμημά του είναι η απλότητα, η καθαριότητα, η σεμνότητα. Τα πολύτιμα κοσμήματα και ενδύματα τα φυλάει για την αθάνατη ψυχή του, αυτή που θα μετέχει του ουρανίου Μεγάλου Δείπνου,
Και απευθυνόμενος σε εμάς, έλεγε: ο άνθρωπος πρέπει να μιμηθεί την απλότητα των μικρών παιδιών και απευθυνόμενος προς τον Θεόν να λέγει. «..Κύριε, τι θέλεις να κάμω..».
* Επένδυε στην εγκαρδιότητα, στην καλωσύνη, στην ευγενική συμπεριφορά που μας έκανε να θαυμάζουμε την παλληκαρίσια κορμοστασία του εξωραϊσμένη από την άσπρη του γενειάδα και τον φτωχικό, ξεθωριασμένο του σκούφο, που μας φαινόταν σαν βασιλικό στέμμα στο ολόφωτο πρόσωπό του, αφού είχε ντυθεί τον ίδιο τον Κύριο, τον βασιλιά των βασιλευόντων και κύριο των κυριευόντων.
* Επένδυε στην προσπάθεια διορθώσεως της κοινωνίας μας με γλυκύτητα και όχι με αμφίστομη λόγων μάχαιρα, λέγοντας ότι ο κόσμος δεν αλλάζει με εκδίκηση, με αλαζονική συμπεριφορά, με απανθρωπιά, αλλά με κενωτική αγάπη και προσφορά του εαυτού μας, με εκδηλώσεις φιλανθρωπίας, αφού πρέπει να στοχεύουμε στην τελική εσχατολογική λύτρωση, στην θέωση. Δωρεάν λάβαμε την χάρη του Θεού, δωρεάν οφείλουμε να την δίνουμε και στους άλλους.
* Επένδυε στο κηρυκτικό έργο με λόγια απλά και παραδείγματα από την πολυχρόνια προσφορά του στον αμπελώνα του Κυρίου. Είχε το χάρισμα της συλλήψεως και μεταδόσεως του «αγαθού λόγου», προερχομένου από κεκαθαρμένη διάνοια και φωτισμό του νου, κατά την ερμηνεία του θείου γράμματος και πλεόνασμα αγάπης.
* Επένδυε στο αγώνισμα της ταπεινώσεως, το οποίο είναι μεν επίμοχθο, αλλά είναι και σωτήριο, αφού μας ανεβάζει σαν ανελκυστήρας από την γη στον ουρανό. Γι’ αυτό, μας έλεγε, και οι πατέρες την ταπείνωση την ονομάζουν «υψοποιό». Ο άνθρωπος που έχει ταπεινό φρόνημα είναι αγαπητός στον Θεό και Αυτός τον θέτει πάντοτε υπό την προστασία Του. Μας το ομολογεί ο ίδιος με το στόμα του Προφήτη Ησαΐα: «Επί τινα επιβλέψω, αλλ’ ει επί τον ταπεινόν και ησύχιον και τρέμοντα τους λόγους μου» (Ησ. ξστ΄ 2). Και τούτο γιατί ως αρετή η ταπείνωση αποτελεί το θεμέλιο όλων των άλλων. Και αυτή η εξομολόγηση των αμαρτιών μας προϋποθέτει ταπείνωση. Η ομολογία ενώπιον του πνευματικού αυτό τον σκοπό έχει· και αν παραλείψουμε κάτι, ο πνευματικός δεν έχει ευθύνη· ο Θεός τα ξέρει όλα, αλλά ο εξομολογούμενος ενώπιον του πνευματικού ταπεινώνεται και γι’ αυτήν την ταπείνωση παίρνει τον μισθό της αφέσεως.
* Επένδυε στην συνέπεια λόγων και πράξεων. Στα τροπάρια των μεγάλων ασκητών της ερήμου ψάλλουμε: «Την πράξιν εύρες, θεόπνευστε, εις θεωρίας επίβασιν». Η συνέπεια των λόγων και των πράξεών μας ευλογείται ιδιαίτερα από τον Κύριό μας. Αυτός άλλωστε μας είπε: «Ος δ’ αν ποιήση και διδάξη, ούτος μέγας κληθήσεται» (Ματθ. ε΄ 19). Όποιος διδάξει και ταυτόχρονα υλοποιήσει τις διδαχές του, που συμφωνούν με το θέλημά μου, αυτός θα ονομασθεί μεγάλος.