«Ἔρχου, Κύριε Ἰησοῦ, καί γεννήθητι ἐν τῇ καρδίᾳ μου»
Σήμερον χαράς πληρούνται τα σύμπαντα, οι ουρανοί αγάλλονται και η γη συγχορεύει, η κτίσις πάσα λαμπρύνεται και φωτίζεται και πανηγυρίζει.
Ηγουμένου Ι. Μ. Μαχαιρά, Επισκόπου Λήδρας Επιφανίου
Για ποιο λόγο συμβαίνει τούτο; Ποιο γεγονός είναι τόσο σπουδαίο, τόσο τρομερό ώστε να αλλοιώσει την σύμπασαν και να μεταμορφώσει το πρόσωπον πάσης της γης; Ποιος είναι εκείνος ο οποίος έχει σηματοδοτήσει την ιστορία με την παρουσίαν του τόσον, ώστε να επέλθει τέτοια αλλαγή, τέτοια μεταβολή;
Ο ποιητής και συνοχεύς του σύμπαντος κόσμου, ο Υιός και Λόγος του Θεού, ο οποίος «είπε και εγενήθησαν, ενετείλατο και εκτίσθησαν» (ψαλμ. λβ´ 9) τα πάντα· η Σοφία του Πατρός, η κατασκευάσασα τα πάντα με αρμονία, με ισορροπία, με μέτρο, με ποικιλία, με πλούτο, με τέχνη, με δόξαν· ο Θεός Κύριος Ιησούς Χριστός, ο αεί διαμένων μετά του Πατρός και του Πνεύματος του Αγίου σε ολόφωτον γνόφον μυστηρίου Τριαδικής Θεότητος. Αυτός, ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, ο Θεός, εν στιγμή χρόνου προορισμένου προ καταβολής κόσμου «σαρξ εγένετο» (Ιω. α´ 14), έγινεν άνθρωπος, «μορφήν δούλου λαβών, εν ομοιώματι ανθρώπων γενόμενος και σχήματι ευρεθείς ως άνθρωπος» (Φιλ. β´ 7-8), «εσκήνωσεν εν ημίν» (Ιω. α´ 14).
Λοιπόν, ψυχή μου; Τι περιμένεις; Τι μεριμνάς; Τι τυρβάζεις περί πολλά; «Ενός δε εστι χρεία» (Λουκ. ι´ 42). Ενός προσώπου γλυκυτάτου και ωραιοτάτου και παντέρπνου. Του Νυμφίου της Εκκλησίας. Αυτός είναι το παν. Αυτόν ποθεί πραγματικά η ψυχή. Η ψυχή του ανθρώπου ποθεί τον πλάστην και Θεόν της, τον Κύριον Ιησούν Χριστόν. Δυστυχώς, πολλές φορές ψάχνει αλλού, οπουδήποτε, ζητώντας να γεμίσει το κενό της, αγνοώντας το τι πραγματικά θέλει. Δεν ξέρει τι θέλει. Γι᾽ αυτό πέφτει «με τα μούτρα» στις ηδονές, στις μέριμνες, στην κραιπάλη, στην μέθη, στον τζόγο και σε πολλά άλλα. Αλλά το κενό παραμένει και μεγαλώνει. Διότι αυτό που πραγματικά θέλει η ψυχή είναι ο Κύριος Ιησούς.
Αυτός ο Κύριος Ιησούς είναι πράος και ταπεινός. Δεν εκβιάζει κανέναν, δεν πιέζει κανέναν. Είπεν «όστις θέλει» (Μαρκ. η´ 34). Αυτός θέλει. Θέλει «πάντας ανθρώπους σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν» (Α´ Τιμ. β´ 4). Γι᾽ αυτό και περιμένει. Δεν περιμένει με σταυρωμένα τα χέρια. Με πολλούς και διάφορους τρόπους καλεί τον άνθρωπον και μέχρι την δωδεκάτην τον περιμένει. Δεν χρειάζεται όμως εμείς να περιμένουμε την δωδεκάτην, μήπως και δεν την προλάβουμε. Καλύτερα είναι να τον παρακαλούμε όπως και ο αγαπημένος μαθητής, ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος: «Έρχου, Κύριε Ιησού» (Αποκ. κβ´ 20).
Ας ανταποκριθούμε κι εμείς στο δικό του κάλεσμα από την φάτνη της Βηθλεέμ, με πόθο και χαρά, με ενθουσιασμό και αγάπη, ψελλίζοντας τα δικά μας λόγια, έστω και αν είναι παιδικά συλλαβίσματα· αυτά μάλιστα, αρέσουν στον Ουράνιό μας Πατέρα περισσότερο όταν προέρχονται από καρδία ταπεινή:
«Έρχου, Κύριε Ιησού, εν τη καρδία μου, και γεννήθητι εν αυτή διά πρεσβειών της Κυρίας Θεοτόκου, και μετάβαλον το σπήλαιον της άλογής μου καρδίας εις την φάτνην της σης παρουσίας, και έμπλησον το ψηλαφητόν μου σκότος τω θείω φωτί των σων αρετών, και θέρμανον το ψύχος της κακίας μου τω πυρί της σης Θεότητος, και την διασποράν των δυνάμεών μου συγκρότησον τω θείω σου νεύματι, και την αφροσύνην μου μετάβαλε εις σωφροσύνην τω χαρίεντι του προσώπου σου, και την από σου διάστασιν απόβαλε τη αγάπη σου, και τέκνον σου ανάδειξόν με τη ελεύσει τη ση, μετά του Πατρός σου και του Πνεύματος του Αγίου, εις την καρδίαν μου, σφραγίδα υιοθεσίας δίδων μοι, και κοινωνίας της μετά σου αξιών με, διά της κοινωνίας του παναχράντου σου Σώματος και του πανακηράτου σου Αίματος, εις τους αιώνας. Αμην
Πηγή: Ησυχαστήριο Αγίας Τριάδος